Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Σώματα πτερόεντα

    της Κατερίνας Τσιτσεκλή

    Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.

    Το ποιητικό αφήγημα της Ευθυμίας Γιώσα, «σώματα πτερόεντα» με κεντρικό αφηγητή ένα σώμα που γράφει την ιστορία του είναι ένας πολυεπίπεδος γρίφος. Πηγάζει από μια σκέψη που χάνεται μέσα στα μονοπάτια της ποίησης και ο αναγνώστης καλείται να ακολουθήσει για να ανακαλύψει το κρυφό νόημα της. Πρόκειται για ένα παιχνίδι του συμβατικού με το αντισυμβατικό, διαδραστικό με τον αναγνώστη ο οποίος βιώνει ένα διαρκές ξάφνιασμα καθώς εισέρχεται σε ένα πεδίο φαντασιακό όπου καθετί μεταβάλλεται σε κάτι ανορθόδοξο και αποκτά ένα νόημα άλλο από το αναμενόμενο. Από καιρού εις καιρόν ακούγονται «οδηγίες προς τους ναυτιλομένους», συνήθως υπό μορφή ανακοινώσεων. Όπως όταν το έργο ξεκινάει και το «κοινό» παρακαλείται να απενεργοποιήσει τις προκαταλήψεις του… Όπως η ελαφριά ειρωνεία της προτροπής: καθίστε κι εσείς, αναγνώστες, αναπαυτικά στα καρφιά της υπάρξής σας και ακολουθήστε μ΄υπομονή την καταγραφή μου…

    Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι μυστηριώδης χωρίς να είναι κλειστοφοβική, θυμίζει τα τοπία του Μαγκρίτ. Η πραγματικότητα είναι κάπου εκεί κοντά, αρκεί να ξύσει λίγο το λεπτό τοίχο που την περιβάλλει και εκείνη θα εμφανιστεί, το ίδιο και ο ουρανός. 

    Η συγγραφέας επιθυμεί να απαλλάξει το νου από όλα τα συμβατικά ρούχα του, εκείνα που κρατούν καλά κρυμμένα τον αληθινό εαυτό μας. Στοιχεία όπως η περηφάνια, ο εγωισμός, ο ναρκισσισμός, η επιπολαιότητα, η μισαλλοδοξία είναι εκδηλώσεις του πνεύματος, τα προσωπεία που φοράει για να καλύψει την ουσιαστική του αλήθεια, το ποιος πραγματικά είναι στο βάθος ο άνθρωπος. Η συγγραφέας θέλει να αναδυθεί αυτή η αλήθεια, να την καταδείξει.

    Ο άνθρωπος είναι ό,τι είναι το σώμα του, μας λέει η Ευθυμία Γιώσα… Έρχονται μέρες που ξεχνάω το όνομά μου. Ξεχνάω τι κάνω στη ζωή. Εάν έχω θέσει στόχους και ποιοι είναι αυτοί. Όποιον κι αν ρωτήσω, όποιο χαρτί – επιβεβαιωτικό των στοιχείων μου- κι αν κοιτάξω, μόνο το σώμα μου μπορεί να με οδηγήσει στην πραγματικότητα. Η μοναδική μας ταυτότητα είναι το σώμα μας…
    Υπό το πρίσμα αυτό, το σώμα ως αφηγητής ο οποίος μας μιλάει βιωματικά ως ύλη και αίσθηση για τον κόσμο γίνεται ο φορέας μιας φιλοσοφίας για τη ζωή. Η αυτοβιογραφία του σώματος εκφράζει την ιστορία όλων των σωμάτων. Είναι το Εγώ που δεξιώνεται το Εμείς, μια κολεκτίβα σωμάτων που αποτελείται από σένα και σένα και σένα…Η ιστορία αρχίζει από τη στιγμή της γέννησης, λίγες στιγμές πριν απ’ το πρώτο κλάμα…. Μετρά αντίστροφα η γυναίκα και σκύβουν σιμά της τ΄άστρα να χρυσώσουν το νεογέννητο με τη σκόνη των ονείρων… Κοινή καταγωγή του ανθρώπου είναι το σύμπαν, η ύλη από την οποία είμαστε φτιαγμένοι. Ταγμένα όλα τα κορμιά στο βωμό της Δημιουργίας, μοιράζονται τη συμμετοχή τους στο συντελεσμένο εγκόσμιο θαύμα! Το σώμα μας είναι η μόνη κληρονομιά μας και η γη η κοινή μας πατρίδα.Ο μόνος αντίπαλος του ανθρώπου είναι ο χρόνος που προφυλαγμένος παρακολουθεί τη ζωή να καβουρντίζεται στην άμμο ενός συνεχούς παρελθόντος, πίσω από το καντράν ενός ρολογιού…

    Τα σώματα της Ε. Γ. είναι φιγούρες που περιπλανιούνται σε ένα φαντασιακά καθορισμένο χωροχρόνο, ένα διηνεκές παρόν. Συνομιλούν μεταξύ τους σε μια μυστική γλώσσα χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι ιδιοκτήτες τους. Περπατούν στους δρόμους, κυκλοφορούν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, συμμετέχουν σε διαδηλώσεις στις πλατείες, ερωτεύονται πίσω από κλειστές πόρτες, κάτω από τον έναστρο ουρανό, χαίρονται και πονούν. Τα συναισθήματά τους δεν ανήκουν σε κανένα συγκεκριμένα και κατά κάποιο μαγικό τρόπο ανήκουν σε όλους, στην ποίηση! Ο αναγνώστης χρωματίζει αυτά τα ανώνυμα σώματα με τις δικές του αναμνήσεις. Τους δίνει τη μορφή και τα ονόματα αγαπημένων προσώπων, του θυμίζουν δικές του στιγμές. Καταστάσεις και συναισθήματα προβάλλονται θαρρείς καλειδοσκοπικά, στο φαντασιακό χώρο του μυαλού και ανασύρουν μνήμες. Η ποιητική γλώσσα γίνεται ένα ευρετήριο αναμνήσεων, ένα ανταλλακτήριο αισθημάτων, μια δεξαμενή από επιπλέοντα λόγια…Η χαρά είναι ένα σώμα που κάνει επισκέψεις τραγουδώντας ένα παιδικό τραγουδάκι. Η ποίηση περιπλανιέται στην παιδική ηλικία. Η ερωτική σχέση ένα άλμα σε μια αναπαράσταση του «άνω σχώμεν τας καρδίας». Τα ρήματα γίνονται βατήρες για να απογειωθεί η επιθυμία…Το τέλος ενός έρωτα, δύο σώματα που κρατούν ένα «δεν» και την ώρα του χωρισμού τους διαρκώς εξαχνώνονται…Η θλίψη κολλάει στο σώμα σαν την τσίχλα στο ψίδι…Η απουσία είναι η φωτογραφία που γλίστρησε από το άλμπουμ και προσποιήθηκε το χαμόγελο σου… Η ποίηση γίνεται το απόσταγμα της νοσταλγίας… Το εφήμερο σώμα συμμετέχει στο πάρτι της ζωής… Η ποίηση γίνεται συνήγορος, ζητά την απενοχοποίηση των ενστίκτων, την κατάρριψη της λανθασμένης ταύτισής τους με την επιπόλαιη ικανοποίηση των ορμών….

    Το σώμα παλεύει σαν ήρωας να φέρει εις πέρας την επίγεια αποστολή του, πριν τελειώσουν τα φύλλα του ατομικού του ημερολογίου που φυλλορροούν. Καταπλακωμένο από τα ντουβάρια των ίδιων του των επιλογών καταρρέει στη μέση της λεωφόρου… Η πραγματικότητα φλερτάρει με το παράλογο…

    Οι περιγραφές αντανακλούν στιγμές της αστικής ζωής. Έχουν μια κανονικότητα που μέσα στον προστατευτικό της κύκλο όλα τα συναισθήματα έχουν την πολυτέλεια να εκδηλωθούν, ακόμα και ο θάνατος. Ωστόσο αφήνουν τη δυσοίωνη εντύπωση ότι το σώμα είναι αποπροσανατολισμένο και ότι ο τελικός σκοπός, η επιδίωξη της τελείωσής του, έχει χαθεί. 

    Πιο πέρα υπάρχει η άγρια μοναξιά και τα ακραία συναισθήματα του σώματος του περιθωρίου. Είναι κρυμμένο πίσω από τη βαριά κουρτίνα της προκατάληψης που υψώνει αιώνες τώρα το κυρίαρχο σύστημα στη διαφορετικότητα και στις ιδέες που απειλούν τις ισορροπίες του, σε όσους χαρακτηρίζει «πρόβλημα». Στρέφει το μίσος του προς τους «φυσιολογικούς» αστούς της κοινωνίας που τρέφονται από τη σάρκα τουτα ποτά τους έχουν τη γεύση από το αίμα του… Η πραγματικότητα γίνεται αγριόφιδο, το σώμα γεμίζει δαγκωματιές. Υπάρχει και το ξένο σώμα, το σώμα χωρίς πατρίδα που γλύτωσε από ένα πόλεμο χαμένο και τώρα δεν έχει που να εναποθέσει το κορμί του. Όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί γι’ αυτό το σώμα. Η πραγματικότητα γίνεται τρικυμισμένη θάλασσα που προσπαθεί να το καταπιεί…

    Ο αναγνώστης θα μπορούσε να «διαβάσει» στην ιστορία του σώματος μια οιωνεί διακήρυξη των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπινου σώματος που από τη στιγμή της γέννησης είναι εγγεγραμμένη στα κύτταρά μας. Όλα τα σώματα είναι ίδια μπροστά στη φύση εξ ορισμού ελεύθερα να έχουν τον χώρο που τους αναλογεί για να εκπληρώσουν τον μοναδικό προορισμό τους. 
    «Λοιπόν εδώ χρειάζεται ένα σώμα»…
     Το σώμα γράφει την ιστορία του για να μιλήσει για τα «κακώς κείμενα», γιατί νιώθει την εσωτερική του δομή διχασμένη. Καταγγέλλει την παθογένεια μιας κοινωνίας ανερμάτιστης, αδύναμης να γεφυρώσει χάσματα και ανέτοιμης να δεξιωθεί το διαφορετικό.

    Είναι εδώ για να τραβήξει την κουρτίνα της προκατάληψης και να δώσει υπόσταση στο σώμα του περιθωρίου, στο ξένο σώμα, να αντιληφθούν όλοι πως είναι ένα ακόμα σώμα όπως όλα τα άλλα, ίδιο όπως είμαστε ίδιοι όλοι οι άνθρωποι, σώματα πτερόεντα. 

    «…Δεν υπάρχει τόπος ν’ ανεχθεί το σώμα μου. Όταν συνειδητοποίησα πως κατάφερα να το κρατήσω σώο και αβλαβές, το ένιωσα σαν λάφυρο από πόλεμο χαμένο. Τώρα ρίχνω το βλέμμα μου πάνω του, το παρατηρώ κι αναρωτιέμαι τι να κάνω με δαύτο. Δεν είναι φύλλο από χαρτί να το διπλώσω, να το κρύψω. Δεν είναι σταγόνα από νερό να τη ρουφήξω… Είναι ένα σώμα. Με μια καρδιά που ζητάει άδεια για να χτυπήσει. Με δυο χέρια σε στάση ικεσίας. Με δυο πόδια που δεν ξέρουν αν πρέπει να περπατήσουν και προς ποια κατεύθυνση να κινηθούν. Προς το παρόν είναι και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κατειλημμένα από σώματα που αξίζει κι έχουν το δικαίωμα να ζουν… Η κοινωνική και πολιτική αισθητική τους ενίσταται μπροστά στην παρουσία του… Τους άκουγαν τις προάλλες να υπολογίζουν πόσο σύρμα χρειάζεται για να υψώσουν σύνορα μέχρι τον ουρανό! Να μην μπορούν λέει, ούτε τα πουλιά να πετούν. Να στριμωχτούν όλα ετούτα τα σώματα μαζί και όσο γίνεται πιο μακριά τους…».

    Η εξέλιξη είναι συνυφασμένη με τη ζωή. Ο θάνατος του σώματος και η διαδικασία της φθοράς που περιγράφει η Ε. Γ. είναι ταυτόχρονα και η αλληγορία της φθοράς ενός κοινωνικού συστήματος που οχυρώνεται πίσω από τα περιχαρακωμένα όριά του και αρνείται να αλλάξει. Το ξένο σώμα που «απειλεί» την ισορροπία μιας ήδη φθαρμένης κοινωνικής πραγματικότητας, θα μπορούσε να γίνει ο καταλύτης για την ανανέωσή της.
    Η ποιητική γραφή της Ευθυμίας Γιώσα μας οδηγεί στις ρίζες της ανθρωπινότητάς μας. Ο κόσμος της επιθυμεί να διαμορφώσει μια συλλογική συνείδηση ικανή να αντιτάξει τη συμπόρευση, τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη στην εκστρατεία της αδικίας. Τα σώματά της φορούν το προσωπείο της ανωνυμίας για να δώσουν υπόσταση και πρόσωπο στη διαφορετικότητα, να την δεξιωθούν σαν μια ξαφνική πνοή ανανέωσης που φέρνει καινούργια λέξη σε φράση οικεία και εξελίσσεται σε ένα νέο νόημα.

    Πρώτη δημοσίευση: στίγμαΛόγου, 9 Ιουνίου 2017