του Θανάση Λάγιου
Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.
Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.
Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.
Ας προχωρήσουμε, όμως, επαναλαμβάνοντας: Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος Σώματα πτερόεντα. Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός, διότι αμέσως ξεπηδούν ερωτήματα που ανατρέπουν τον πλατωνισμό που κληρονομήσαμε ως τρόφιμοι του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος ταυτίζει τη γνώση με το Αληθές και το Αγαθό και αυτά τα δύο με τον Λόγο σε αντίθεση με το Σώμα. Ας αναλογιστούμε πώς αυτός ο πλατωνισμός έθρεψε τον πατέρα του δυτικού ορθολογισμού, τον πολύ Descartes, ο οποίος, αν και καθήμενος στο γραφείο του μπροστά από το τζάκι, όταν έγραφε τους Στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας (1641), ισχυρίστηκε ότι μίλησε ορθώς διαχωρίζοντας το σώμα από τη σκέψη: «Πώς θα μπορούσα άραγε να αρνηθώ ότι τούτα τα χέρια και όλο τούτο το σώμα είναι δικά μου; Εκτός ίσως, αν συγκρίνω τον εαυτό μου με εκείνους τους μανιακούς των οποίων το μυαλό είναι θολωμένο από τόσο ατίθασες αναθυμιάσεις μελανής χολής, […]. Αλλά εκείνοι είναι άφρονες, και δε θα φαινόμουν λιγότερο παράφρων, αν ακολουθούσα το παράδειγμά τους»[1].
Η Γιώσα με τον τίτλο της προκαλεί τον κυρίαρχο ορθολογισμό: Πώς γίνεται να είναι τα σώματα φτερωτά; Πώς γίνεται να ανατρέπεται η διάσημη ομηρική φράση «έπεα πτερόεντα» και τα λόγια, τα έπη, να αντικαθίστανται από τα σώματα; Τα λόγια πού πήγαν; Αν τα σώματα είναι φτερωτά, αν τα σώματα τα παίρνει ο αέρας και πετούν, δίχως να πατάνε πια στη γη, τότε τι μένει; Και όμως: Αυτό που μένει είναι τα λόγια. Πρόκειται, ωστόσο, για λόγια που δεν είναι λόγια του αέρα, αλλά λόγια απολύτως υλικά. Είναι τα λόγια που υφαίνουν ένα έργο τέχνης, είναι η λογοτεχνία στη μοντέρνα, πολύ μοντέρνα γραφή της, η οποία ακολουθεί την προτροπή του Flaubert («Μη διαβάζεις όπως τα παιδιά, για να διασκεδάσεις, ή όπως οι φιλόδοξοι, για να διδαχθείς. Διάβαζε για να ζήσεις» [2].) και η οποία υφαίνει εντέχνως το κείμενο της Γιώσα. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε: Σώματα πτερόεντα – Verba manent.
Αν δε βιαστεί κάποιος, θα επισημάνει ότι οι λέξεις «υφαίνουν» και «τέχνη», προέρχονται από κοινή ετυμολογία, η οποία στις λατινογενείς γλώσσες καταλήγει στο γνώριμό μας text, δηλαδή στο κείμενο, δηλαδή σε ό,τι κείται ακίνητο και περιμένει κάποιον να το βρει και να του εμφυσήσει ζωή, άρα να το διαβάσει. Γιατί ο αναγνώστης, εξ ορισμού, κρατά στα χέρια του ένα σώμα κειμένων, ένα corpus, όπως λένε στη λεγόμενη και «νεκρή» γλώσσα των λατινικών, ήτοι το σύνολο του έργου ενός συγγραφέα. Εξ ορισμού, λοιπόν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι ως αναγνώστες όχι μόνο με λόγια, αλλά και με σώματα που κείτονται, κάτι που η Γιώσα αποδεικνύει ότι γνωρίζει και γι’ αυτό προχωρά σε αυτή την προκλητική, αλλά τόσο εύστοχη, αντιμετάθεση μεταξύ σωμάτων και λόγων όχι μόνο στον τίτλο, αλλά και στο κυρίως σώμα
των κειμένων της. Και γνωρίζει ότι πρέπει πλέον να μιλήσουν τα σώματα, γιατί από λόγια που μισούν και αποστρέφονται τα σώματα και καθετί υλικό, με δυο λόγια από «λόγια του αέρα», χορτάσαμε. Αν θέλουμε τα κείμενα να αποκτήσουν ξανά ζωή, δεν πρέπει να φοβηθούμε την ανάμειξη σωμάτων και γλώσσας. Όπως γράφει η Γιώσα αναμειγνύοντας τη δημοτική με τις νεκρές γλώσσες και τα σώματα με τα λόγια σε καλοσμιλεμένες φράσεις: τα σώματα εξ ορισμού είναι «υποταγμένα ab initio στο finis vitae». Εξαρχής τα σώματα είναι υπό-κείμενα του τέλους…
Το πιο προφανές και αυτονόητο γεγονός, δηλαδή ότι το μόνο βέβαιο πράγμα στη ζωή είναι ο θάνατος, είναι το γεγονός που πασχίζουμε να απωθούμε συνεχώς προσπαθώντας να το ντύσουμε με λόγια… «Εν αρχή ην ο Λόγος»[3], όπως άλλωστε προτάσσει και το εναρκτήριο κείμενο της χριστιανικής μυθολογίας καλώντας μας να λησμονήσουμε το σώμα… Όμως, η Γιώσα προκαλεί τον αναγνώστη αφιερώνοντας τα λόγια της τέχνης της «στην ανυπακοή και στην αυτενέργεια των σωμάτων». Και μας προκαλεί ως αναγνώστες σε μία σωματική άσκηση, γιατί σύμφωνα με τον τίτλο του εναρκτήριου κεφαλαίου: Το σώμα αποφασίζει. Ασφαλώς, τρομοκρατεί τον ανυποψίαστο αναγνώστη αυτή η απόδοση του προνομίου του λόγου και της βούλησης στο σώμα. Ίσως να τον καθησυχάζει το σύντομο βιογραφικό της συγγραφέως: Λογικό είναι μία βιολόγος να αποδίδει πρωτοκαθεδρία στο σώμα… Κι όμως, για να παραθέσω τον αφορισμό του Nietzsche που αναφέρει η ίδια η Γιώσα: «Αυτός που ξύπνησε, αυτός που ξέρει λέει: δεν είμαι παρά αποκλειστικά και μόνο κορμί και τίποτα εκτός από κορμί· και ψυχή είναι μια λέξη μόνο για κάτι του σώματος»[4].
Πώς να μην τείνουμε ευήκοον ους στις συμβουλές του παράκαιρου φιλολόγου που καθόρισε την ιστορία όλης της φιλοσοφίας του προηγούμενου αιώνα: «Ασφαλώς, για να ασκήσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανάγνωση ως τέχνη, χρειάζεται πριν απ’ όλα ένα πράγμα το οποίο έχουμε ξεμάθει περισσότερο στις μέρες μας – […] – ένα πράγμα για το οποίο πρέπει να είναι κανείς σχεδόν αγελάδα και εν πάση περιπτώσει όχι ‘‘μοντέρνος’’ άνθρωπος: ο μηρυκασμός…»[5]. Χίλιες φορές το ράθυμο σώμα μιας αγελάδας παρά το υπερδραστήριο σώμα του μοντέρνου ανθρώπου προειδοποιεί ο Nietzsche και η Γιώσα δεν έχει λόγους να μην τον ακούσει και γι’ αυτό παρεμβάλλει μεταξύ των κεφαλαίων σωματικές ανακοινώσεις που κρατούν το σώμα –και άρα το πνεύμα– του αναγνώστη σε εγρήγορση:
Σωματική Ανακοίνωση Ι: Αγαπητοί επιβάτες, παρακαλείστε να προσέχετε τις σωματικές σας αντενδείξεις. Ευχαριστώ.
Σωματική Ανακοίνωση ΙΙ: Επόμενη στάση: Μέγαρο Επιλογής. Παρακαλείσθε να προσέχετε το κενό μεταξύ δυνατότητας και πράξης. Ευχαριστώ.
Σωματική Ανακοίνωση ΙΙΙ: Παρακαλείται ο κάτοχος του σώματος με αριθμό κυκλοφορίας 9591Ε να κατέβει στον Άδη. Ευχαριστώ.
Σωματική Ανακοίνωση ΙV: Το Σωματείο Ανέγγιχτων Σωμάτων καλεί σε πορεία διαμαρτυρίας αύριο στις 11:00 στην Πλατεία των Στεναγμών.
Σωματική Ανακοίνωση V: Η Συλλογικότητα υπέρ της Αυτοδιάθεσης των Σωμάτων καλεί σε Γενική Απεργία την Πέμπτη 2 του μηνός και σε πορεία διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης στα δοκιμαζόμενα σώματα στις 12:00 στην Πλατεία Ελευθερίας.
Θα έπρεπε να σταθούμε προσεκτικά σε αυτές τις γεμάτες χιούμορ ανακοινώσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ των κεφαλαίων, στα οποία το σώμα πρωταγωνιστεί. Θα έπρεπε να σταθούμε εκεί, καθώς είναι σαφές ότι απευθύνονται στους υπερδραστήριους επιβάτες ενός συρμού του μετρό, του κατεξοχήν συμβόλου της δυτικής μητρόπολης μετά τη δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Μας θυμίζουν τις αρχικές σεκάνς από την ταινία Modern Times του Chaplin, όπου παρακολουθούμε ένα πλήθος ανθρώπων να ανεβαίνει τις σκάλες του μετρό, για να πάει στη δουλειά να αντικαθίσταται από ένα κοπάδι προβάτων ή αντίστροφα ένα κοπάδι ανθρώπινων σωμάτων να αντικαθίσταται από ένα πλήθος σωμάτων με τη μορφή αμνών. Ερώτημα: Αν πράγματι, «στον δρόμο τα σώματα συντάσσουν προτάσεις και συνθήματα», όπως πολύ ωραία γράφει η Γιώσα, τότε ως κάτοικοι μιας μητρόπολης της Δύσης πρέπει να αναρωτηθούμε πώς μπορούν τα σώματα που χρησιμοποιούν συντεταγμένα το μετρό, τα δικά μας σώματα που τελούν μονίμως σε παρακολούθηση από κάμερες και σε κίνηση πάνω σε τροχιές προδιαγεγραμμένες, να εκ-τροχιαστούναπό την προκαθορισμένη πορεία τους; Πώς μπορούν αντί να κοιτάνε σαν βόδια τις οθόνες των έξυπνων κινητών τους να μηρυκάζουν σαν αγελάδες ένα βιβλίο που διάβασαν;
Η Γιώσα με την πολυδαίδαλη και προσγειωμένη σωματική γραφή της αναδεικνύει την πεποίθηση του Foucault ότι το σώμα είναι «επιφάνεια εγγραφής συμβάντων»[6], βλέπει τη λογοτεχνία όχι ως έκφραση μιας εσωτερικότητας, αλλά ως ανάδειξη και αποτύπωση της ιστορίας που συνθλίβει τα σώματα. Με αυτό τον τρόπο δραπετεύει από την εμπορική και εμπορευματοποιημένη εκδοχή της ψυχοθεραπευτικής λογοτεχνίας, όπου ως τέχνη νοείται η εξωτερίκευση μιας αμφιβόλου ποιότητας εσωτερικότητας, με δυο λόγια η ναρκισσιστική έκφραση, και βρίσκει καταφύγιο σε μία οιονεί ψυχαναλυτική γραφή, όπου ψυχή και σώμα είναι ένα και το αυτό, όπου το σώμα είναι ο τόπος εγγραφής και ομιλίας του συμπτώματος. Παρά τη δημοφιλία του όρου «ψυχοσωματικός», απωθούμε συχνά ότι, κατά Freud, το σύμπτωμα είναι λόγος και μάλιστα λόγος σωματικός· όπως γράφει ο ίδιος για τη σχέση σώματος και λόγου: «Όταν σιωπούν τα χείλη, φλυαρούν τα ακροδάχτυλα· απ’ όλους τους πόρους πηγάζει η προδοσία»[7]. Αυτή τη σωματική προδοσία του λόγου μάς φέρνει στο φως η Γιώσα με την πτερωτή γραφή της παραμένοντας πιστή στο σώμα της…
Σημειώσεις
[1] R. Descartes, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ. Ε. Βανταράκης (Εκκρεμές, 2003), σ. 61.
[2] G. Flaubert, The letters of Gustave Flaubert, 1857-1880, tr. Francis Steegmuller (Harvard University Press, 1982), Letter to Mademoiselle Leroyer de Chantepie, June 1857.
[3] Κατά Ιωάν., Α΄ 1.
[4] Fr. Nietzsche, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας (Βάνιας, 2008), Ι, Για τους περιφρονητές του σώματος.
[5] Fr. Nietzsche, Γενεαλογία της ηθικής, μτφρ. Ζ. Σαρίκας (Νησίδες, 2001), Πρόλογος, §8.
[6 ]M. Foucault, «Nietzsche, γενεαλογία, ιστορία», στο Τρία κείμενα για τον Νίτσε, μτφρ. Δ. Γκινοσάτης (Πλέθρον, 2003), σ. 57.
[7] S. Freud, Ντόρα. Η ανάλυση μιας υστερίας, μτφρ. Κ. Λιάπτση (Επίκουρος, 1991).
Πρώτη δημοσίευση: diastixo.gr, 24 Απριλίου 2018