Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Οι ποιητικές όψεις της μοναξιάς

    του Μιχάλη Μακρόπουλου

    Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.

    Στα μικρά ποιητικά πεζά της Ευθυμίας Γιώσα, στη συλλογή Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ (Κέδρος, 2020) «στον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο του πιο αμυδρού άστρου, κάποιος ζυμώνει ψωμί και τραγούδια» κι ο χρόνος είναι «χωρομέτρης της σιωπής». Γιατί μ’ αρέσουν; αναρωτιόμουν διαβάζοντάς τα. Τα πιο πολλά –όχι όλα– είναι ερμητικά, γριφώδη, κι ό,τι μετρά είναι το συνταίριασμα των λέξεων· η δυναμική και το ηχόχρωμα ας πούμε, αν ήταν ατονική μουσική· μονάχα που εδώ κι εκεί αναδύεται μια τονικότητα σαν άκρη μίτου, που ποτέ δεν ξετυλίγεται, όμως γεννά προσδοκία. Τούτη η τονικότητα είναι, μες στην αναπάντεχη συνύπαρξη των λέξεων, αυτό το κάτι που ’ναι συγκεκριμένο, χειροπιαστό – ένα κλειδί, κι ας μη βρίσκεται πάντα εύκολα η κλειδωνιά: στο «Μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος», η ίδια η αστική οριοθέτηση των πολύ προσωπικών σκηνών και εικόνων που υπάρχουν στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στην πλατεία και τη λεωφόρο· στους «Μεταθανάτιους μονόλογους», η καβαφική ειρωνεία απέναντι στον Καίσαρα, την Πορκία, τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο· κι αλλωνών τα ονόματα, που εμφανίζονται όλα σαν φευγαλέοι οδοδείχτες σε τούτη την περιπλάνηση σ’ έναν ποιητικό κόσμο που ’ναι μικρός και κλειστός: του Μπονάρ, του μαύρου καρδιοχειρουργού Χάμιλτον Νάκι, του Σαρτρ. Έναν μικρό κόσμο που εκτός από κλειστός είναι και μοναχικός. Μπορώ μάλιστα, νομίζω, να εξηγήσω καλύτερα γιατί μου άρεσαν αυτά τα ποιητικά πεζά, με κάποιες από τις λέξεις ενός, με τον τίτλο «Μόνος»:

    «[…] Μόνος σημαίνει να βουτάς το ψωμί στο κρασί και να ονειρεύεσαι την αέναη επανάληψη μιας Κυριακής. […] Μόνος σημαίνει να υπογράφεις συνθήκες ειρήνης με την κλειδαριά, τον νιπτήρα, τον καθρέφτη, το πεζοδρόμιο. Πότε να στήνεις και πότε να καταργείς σταθμούς διοδίων· να επανεξετάζεις συνεχώς τα όρια ταχύτητας. Να λαχανιάζεις στις κατηφόρες και στις ανηφόρες να κουβαλάς κολοκύθες που έχουν υποσχεθεί να γίνουν άμαξες. Να ελπίζεις σαν να ντρέπεσαι και να φοβάσαι σαν να λυπάσαι. Να αγαπάς σαν να ξεπλένεις ένα ροδάκινο προτού το δαγκώσεις και στάξει στο πιγούνι. Μόνος σημαίνει να βαλσαμώνεις τις ξένες καλημέρες. […] Μόνος σημαίνει να έχουν την έγνοια σου οι φουσκάλες του καφέ».

    Στ’ αφτιά του υποσυνείδητού μου, όλες αυτές είναι ποιητικές όψεις της μοναξιάς που ηχούν γνώριμες και σωστές.

    Πρώτη δημοσίευση: ηλεκτρονικό Φρέαρ, 21 Φεβρουαρίου 2021