Για την ποιητική συλλογή του Βαλάντη Μάστορα «Η μοναξιά περίστροφα» (εκδ. Ενύπνιο).
Είναι ένας στίχος από τους Αποχρωματισμούς («Ομίχλη του μεσημεριού», 1959) του Λεοντάρη που με καταδιώκει και είναι ο εξής: «Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως // μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή». Ξεκινώ με αυτόν το παρόν κείμενο για τη Μοναξιά περίστροφα (εκδ. Ενύπνιο) του Βαλάντη Μάστορα για δύο λόγους.
Η συλλογή αποτελείται από δεκατέσσερα ποιήματα που φέρουν τίτλο και τα βρίσκουμε στα περιεχόμενα και από ακόμη έξι, μικρότερης έκτασης, τα οποία παρεμβάλλονται στα «επίσημα» ποιήματα και δημιουργούν την ταυτόχρονη εντύπωση ότι βρίσκονται μάλλον λαθραία στις σελίδες, ή ότι αποτελούν σχόλια εντός μιας νοητής παρένθεσης, ή ότι δεν τόλμησαν ή δε θέλησαν να διεκδικήσουν την αναγνώρισή τους, ή ότι ο ποιητής τα μεταφέρει στον αναγνώστη ψιθυριστά, σχεδόν συνωμοτικά, ή όλα τα παραπάνω, ή τίποτα από τα παραπάνω.
Παραθέτω ένα εξ αυτών:
έχει μια στρόφιγγα ο οδυρμός
που όλο την πιλατεύω
αν την ανοίξω ίσως πνιγούμε
αν πάλι όχι, τότε σίγουρα
(σ. 13).
Η ασφυξία του στίχου διαπερνά όλη τη συλλογή και ο ποιητής τη θεωρεί δεδομένη, δηλαδή πάνω σε αυτή τη βάση απλώνει τις λέξεις του:
Το ξέρουμε κι οι δυο
αυτός ο κόσμος είναι χτισμένος
πάνω σε πτώματα σπασμένων ήλιων
και δολοφονημένων ουρανών»
(σ. 11),
ή
Και η θλίψη
ένα ναυάγιο παραμένει
και πνιγόμαστε εδώ μέσα
(σ. 16),
ή
Η εποχή
τέτοια ληστεία που
δε μας απέμεινε μια αγκαλιά»
(σ. 22).
Όπως ίσως έχει γίνει αντιληπτό από τους παρατιθέμενους στίχους, η γλώσσα του Μάστορα είναι σκληρή και αδιάλλακτη, σαν αλήθεια που δε χωράει αμφισβήτηση, εκείνη την αλήθεια που, σύμφωνα με τον ποιητή, «δεν είναι θάλασσα // είναι παλίρροια» (σ. 18). Επίσης, σπανίως αναρωτιέται, περισσότερο δηλώνει και συμπεραίνει, κάποιες φορές προτρέπει. Ενδιαφέρον έχει, επιπλέον, ότι κυριαρχούν ο ενεστώτας και ο μέλλοντας· ο αόριστος κάνει κάποιες φευγαλέες εμφανίσεις κυρίως για να γίνει πιο αδυσώπητο το παρόν. Και πιο ποθητό το μέλλον, ή τουλάχιστον η διεκδίκησή του, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της μάχης.
Αλλά για ποιο παρόν γράφει ο Μάστορας; Το έχουμε ήδη σημειώσει: για το πνιγηρό παρόν, γι’ αυτό όπου «δεν ισοφαρίζεται ο σπαραγμός μα συνεχίζουμε» (σ. 15) – το παράθυρο της ανάσας το κρατάει, ωστόσο, ανοιχτό. Πέρα από το προσωπικό παρόν του καθενός μας, υπάρχει και το συλλογικό και, θα μου επιτρέψετε, ούσα στην ίδια γενιά με τον ποιητή, από τη μια να αντιληφθώ και από την άλλη να γενικεύσω την, προαναφερόμενη στην πρώτη παράγραφο, ήττα για την οποία θεωρώ πως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάνει λόγο και γύρω της φτιάχνει κύκλους, όλοι ομόκεντροι, με σκοπό να την καταστήσει α) όσο πιο ορατή σε εκείνους που δεν την έχουν αντιληφθεί ή/και δεν τη βιώνουν, β) όσο πιο στεγνή από περιττούς συναισθηματισμούς σε αυτούς που την αντιμετωπίζουν, γ) όσο πιο ξεκάθαρη σε όλους, όπου κι αν ανήκουν.
«Μα εγώ
το βλέμμα μου μονίμως στα πατώματα,
μετρώ τα βήματα κάτω απ’ το δέρμα μου
πηγαίνω
στη δουλειά μου
κάθε πρωί
αφοπλίζω κι από ένα σύννεφο
είμαι ο πιο χωμάτινος απ’ τους ανθρώπους»
(σ. 17).
Εκτός από χώμα, τα χέρια του ποιητή κρατούν και μια απτή οργή –από εκείνη που οδηγεί στη δράση και όχι στην αδράνεια–, μια απτή απογοήτευση –άρα και ελπίδα, γιατί απογοητεύεσαι όταν συνεχίζεις να ελπίζεις– και αυτά μαζί ίσως και να γίνουν μια μέρα το μπαρούτι που θα τινάξει την άσχημη πλευρά της πραγματικότητας στον αέρα. Διότι η ήττα, η οποία υποστηρίζω ότι παίζει προεξάρχοντα ρόλο, δεν είναι υπόθεση μόνο του ενός αλλά και των πολλών, μιας ολόκληρης κοινωνίας. Δεν είναι η ήττα μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας αλλά γενικά της έννοιας της ιδεολογίας.
Αλλά για ποιον μέλλοντα γράφει ο Μάστορας και μας δίνει ιδέες ανατροπής και διεκδίκησής του;
Να ετοιμάζεστε·
θα ’ρθούνε δευτερόλεπτα σαν χρόνια
που θ’ αμολήσουμε τους αναστεναγμούς μας,
όλους,
από τα λουριά,
και δε θα μείνει όρθιος
ούτε ένας θεός
να συγκρατήσει
το βάρος τόσων προσευχών»
(σ. 29).
Για έναν μέλλοντα που του έχει, κατά το κοινώς λεγόμενο, πολλά κρατημένα. Ακριβώς γιατί πολύ τον ποθεί, αλλά δεν του ανήκει. Για έναν μέλλοντα πιο αισιόδοξο και τρυφερό: «θα συναντηθούμε εκεί που ο ουρανός ξαναρχίζει» (σ. 37), «θα βγούμε έξω ορθάνοιχτοι» (σ. 23). Για έναν μέλλοντα, ενίοτε ταυτισμένο με την καταστροφή, που είναι με το ένα πόδι και στο παρόν και τον οποίο ευθέως απειλεί:
Ο όλεθρος μας ψάχνει.
Ζωές μας ερείπια να καταπιεί. Ας έρθει αν θέλει να τον τινάξουμε
δεν υπάρχει
ούτε μια νάρκη στην απόγνωσή μας ανενεργή.
Χρήσιμο θα ήταν να τονίσουμε ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται είναι αρκούντως συγκρουσιακό: πτώματα, πόλεμοι, μαχαίρια, αφοπλισμοί, λεπίδες, ερείπια, νάρκες, σφυριά, οπλοφορίες, βόμβες, εκπυρσοκροτήσεις… Η ήττα, λοιπόν, του Μάστορα δεν έχει καθίσει σε μια γωνιά, αποδεχόμενη την ύπαρξή της. Είναι μια ήττα-αστακός που, καλώς ή κακώς, είναι έτοιμη να επιτεθεί.
Προτού κλείσω αυτό το σημείωμα, θα ήθελα να σταθώ σε τρεις τίτλους, της συλλογής και δύο ποιημάτων. Τα δύο ποιήματα είναι τα: Αναβοσβήνοντας σειρήνες τις ψυχές μας και Αναποδογυρίζοντας τραπέζια η θλίψη, τα οποία μου θύμισαν τρεις ποιητικές συλλογές του Πάνου Κυπαρίσση (η τελευταία εξ αυτών κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο).
Αναφέρομαι στις: «Κλέβοντας σκοτάδι», «Σκύβοντας ουρανέ», «Πέφτοντας σκόνη». Με αυτή την ανορθόδοξη χρήση της μετοχής του ρήματος, και οι δύο ποιητές παίζουν με το μυαλό μας και δημιουργούν μια γλωσσική παραδοξότητα. Ο δε τίτλος της συλλογής, «Η μοναξιά περίστροφα», δεν μπορεί παρά να δίνει κι αυτός το στίγμα, συνεπώς θα ήταν ανόητο εκ μέρους μου να τον αγνοήσω. Εντάσσω, λοιπόν, τη μοναξιά στην… αγία τριάδα αυτού του βιβλίου μαζί με την ήττα και τον αγώνα. Άραγε πόσο πιο αποφασιστική είναι η μοναξιά μέσα σε ένα ηττημένο πλήθος;
Συνειδητοποιώ αρκετές φορές ότι ο σχολιασμός ενός ποιητικού βιβλίου παρουσιάζει μια εγγενή αδυναμία: είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να μεταφέρει στον αναγνώστη τη συγκίνηση, και μιλώ με καθαρά συναισθηματικούς όρους. Το πρώτο βιβλίο του Βαλάντη Μάστορα είναι από τα ποιητικά αναγνώσματα που σίγουρα προκαλούν συγκίνηση. Όχι την ευκαιριακή, ούτε την εύκολη, ούτε εκείνη που συγγενεύει με την τέρψη, αλλά αυτή που ξεβολεύει, που ενοχλεί, που στριμώχνει.
Πρώτη δημοσίευση: Bookpress, 12 Ιουλίου 2024