Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Πάπισσα Ιωάννα: νυν και αεί

    Από καιρού εις καιρόν, «σκοντάφτω» πάνω σε κάποιο κείμενο με έναν αβανταδόρικο τίτλο, ο οποίος συνήθως περιλαμβάνει κι έναν αριθμό (λόγου χάρη, «Πέντε τρόποι να διώξετε εύκολα το άγχος από τη ζωή σας»), και δεν είναι λίγες οι φορές που, το παραδέχομαι, το διαβάζω, κι ας το ψέγω. Σπανίως, μπαίνω στον πειρασμό ακόμη και να το μιμηθώ. Κάτι τέτοιο θα πράξω ευθύς αμέσως, υποκρινόμενη ότι δεν είναι οι Αναγνώσεις στην Κυριακάτικη Αυγή που με φιλοξενούν, αλλά μια… εύπεπτη, mainstream ιστοσελίδα όπου το τελευταίο (;) άρθρο που περιμένει ο αναγνώστης να βρει είναι: «Πάπισσα Ιωάννα: νυν και αεί – Γιατί το βιβλίο του Ε. Ροΐδη δε θα πάψει να είναι το απόλυτο αναγνωστικό trend;».

    Παραθέτω, λοιπόν, μια σύντομη λίστα με τέσσερις λόγους που απαντούν στο συγκεκριμένο ερώτημα. 

    1. Για τη γλώσσα. Για ορισμένους μπορεί να αποβεί αποτρεπτικός παράγοντας, ωστόσο δε δύναμαι να φανταστώ το συγκεκριμένο κείμενο γραμμένο στη δημοτική, γι’ αυτό και δε με ενδιαφέρουν οι διάφορες αποδόσεις αυτού, αν και κατανοώ τον λόγο ύπαρξής τους. Ανάλογα με τον βαθμό εξοικείωσης του εκάστοτε αναγνώστη, ίσως χρειαστεί να διαβάσει κάποιες προτάσεις δύο φορές για να αντιληφθεί το νόημα – βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο της διπλής, ακόμη και τριπλής, ανάγνωσης όχι λόγω αδυναμίας κατανόησης αλλά λόγω επιθυμίας να απολαύσει ξανά και ξανά ένα χωρίο. 

    2. Για τον λόγο του συγγραφέα, δηλαδή ξανά για τη γλώσσα από άλλη οδό. Εκλεπτυσμένα διασκεδαστικός («η φλέγουσα εκείνη καρδία έφριξεν εις το ύδωρ, ως η σμαρίς εντός του τηγανίου», «εγνώριζον ότι οι γάμοι πλήθουσιν ανίας»), αποστομωτικά αποφθεγματικός («Η λύπη, ην αισθανόμεθα διά την στέρησιν φιλτάτου όντος, ομοιάζει την εκρίζωσιν οδόντος· σφοδρός ο πόνος, αλλά στιγιμαίος. Μόνο οι ζώντες προξενούσιν ημίν διαρκείς λύπας»), φλεγματικός («Οι μεγάλοι ποιηταί, ως ο Όμηρος και ο κύριος Π. Σούτσος γράφουσι κοιμώμενοι ωραίους στίχους, αλλ’ εγώ σπογγίζω πάντοτε τον κάλαμόν μου, πριν θέσω επί της κεφαλής τον νυκτικόν πύλον. Εις μόνον τους εξόχους άνδρας συγχωρούνται αι υπναλέαι φράσεις, ημείς δε οι ταπεινοί γραφίσκοι πρέπει να ήμεθα πάντοτε έξυπνοι, ως αι χήνες του Καπιτωλίου, αίτινες εξύπνησαν του Ρωμαίους»), αρκούντως παραστατικός («η θύρα ηνοίχθη αθορύβως ως υπό αύλου ωθουμένη φυσήματος», «…των δε καλογήρων μόνον η μύτη προέκυπτε εκ του κουκουλίου»). Οι παρατίθεμενες φράσεις και προτάσεις δεν είναι παρά σταγόνα στον ωκεανό, αφού το βιβλίο βρίθει λεκτικών συμβάντων, περίτεχνων εκφράσεων, καλοδουλεμένων μεταφορών. Θα έλεγα, ακόμη κι αν θεωρηθεί υπερβολή, ότι ο λόγος συνιστά από μόνος του το θέμα του βιβλίου, παρασύροντας μαζί του την πλοκή σε μια αναγνωστική χορογραφία με ακρίβεια βημάτων. 

    3. Για τη φρεσκάδα του. Σαν ψωμί που μόλις ξεφουρνίστηκε και ζεματάει, κι αν τύχει ν’ αλείψεις πάνω του βούτυρο, αμέσως θα λιώσει και θα τρέξει στις πτυχώσεις της ψίχας, έτσι κι ο αναγνώστης οσφραίνεται και γεύεται την Πάπισσα Ιωάννα και γλιστράει στις σελίδες της. Αντίθετα, πόσο θαμπά και παλιά είναι αρκετά βιβλία του 21ου αιώνα. Χωρίς μπρίο, χωρίς θάρρος, χωρίς ζωή ενώ ισχυρίζονται ότι μιλάνε γι’ αυτή.

    4. Για τη σύλληψη, για την ατμόσφαιρα, για την εναλλαγή των διαθέσεων ακόμη κι εντός της ίδιας σελίδας (είναι δράμα αυτό που διαβάζεις, είναι κωμωδία, είναι κάτι άλλο;).

    Ο καθηγητής με τον οποίο έκανα πριν από χρόνια μαθήματα ιταλικών, όταν του είπα ότι αγόρασα τους Δύσκολους Έρωτες του Καλβίνο στα ιταλικά κι ότι με δυσκολεύει, ώστε αφιερώνω αρκετή ώρα σε μία και μόνο σελίδα, μου απάντησε ως εξής: «Καταπληκτικά! Έχεις μια ζωή μπροστά σου για να το διαβάσεις». Σαν να λέμε, χρόνος υπάρχει (;), μη φοβάστε! Αλλά και σαν να λέμε ότι η επιβράδυνση, το σταδιακό κατέβασμα των ταχυτήτων από την πέμπτη στην τετάρτη κι ύστερα στην τρίτη, στη δευτέρα, γιατί όχι και στην πρώτη είναι αναγκαία όταν έρχεται η στιγμή να αναμετρηθείς με ένα καλλιτεχνικό έργο, πόσο μάλλον όταν αυτό σε δυσκολεύει με κάποιον τρόπο – ενίοτε, δε, νομίζεις ότι σε δυσκολεύει, ή ότι θα σε δυσκολέψει, δηλαδή δεν έχεις μπει καν στον κόπο να το κοιτάξεις κατάματα. 

    Όταν ο ήρωας της Άγκαθα Κρίστι, ο Βέλγος (και ουχί Γάλλος) Ηρακλής Πουαρό, γνωρίζει κάποιον, του αποκρίνεται, πιάνοντας την άκρη του καπέλου του και κλίνοντας ελαφρώς προς τα μπροστά: «Enchanté», που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι «Χάρηκα», αλλά και, περισσότερο κυριολεκτικά, «Γοητευμένος» ή «Μαγεμένος». Λοιπόν, φάντασμα του Εμμανουήλ Ροΐδη: δηλώνω παράφορα «enchantée».

    Πρώτη δημοσίευση: Αναγνώσεις στην Κυριακάτικη Αυγή, 5 Ιουνίου 2022