της Ματίνας Καλτάκη
Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.
Δεν ήταν μια παράσταση με καινοτομίες, ιδέες και ευρήματα απ’ αυτά που εντυπωσιάζουν τους ιθαγενείς υπέρμαχους της «πρωτοπορίας», αυτούς που έχουν μείνει κολλημένοι στην λογική/αισθητική του γερμανικού μεταμοντερνισμού – εξαντλημένου εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον.
Οι «Εξομολογήσεις» του Αλεξάντερ Ζέλντιν αντανακλούν την σπουδαία ρεαλιστική παράδοση του αγγλικού θεάτρου, την παρακαταθήκη σκέψης και πράξης του μεγάλου Πίτερ Μπρουκ, την κοινωνική ευαισθησία δημιουργών όπως ο κινηματογραφιστής Κεν Λόουτς και ο συγγραφέας Εντουάρ Λουί.
Είναι το καινούργιο μεγάλο όνομα του βρετανικού θεάτρου, ο 38χρονος συγγραφέας και σκηνοθέτης Αλεξάντερ Ζέλντιν, του οποίου την τρίωρη παράσταση «Εξομολογήσεις» παρουσίασε το Φεστιβάλ Αθηνών. Γεννημένος το 1985 από Ρωσοεβραίο πρόσφυγα και μητέρα Αυστραλέζα, ο Ζέλντιν περιπλανήθηκε αρκετά προκειμένου να συγκεντρώσει γνώσεις κι εμπειρίες για την σκηνική τέχνη που τόσο αγαπάει.
Aναζητώντας τις ρίζες του βρέθηκε στην Ρωσία όπου του δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσει, και μάλιστα έργα όπερας, στο ιστορικό Θέατρο Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης («Powder Her Face» του Τόμας Άντες, «Ισπανική ώρα» του Ραβέλ, «Τζιάνι Σκίκι» του Πουτσίνι και το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» του Βάγκνερ). Δίπλα στον Πίτερ Μπρουκ (βοηθός του οποίου υπήρξε για κάποιο διάστημα) στέριωσε η ανάγκη του για ένα θέατρο ζωντανό, ειλικρινές, αληθινό. Το 2014 ήταν έτοιμος πια να χαράξει τον δικό του δρόμο στο θέατρο. Το “Beyond Caring”, πρώτο έργο μίας τριλογίας με γενικό τίτλο «Ανισότητες» που παρουσίασε στο Υard Theatre του Λονδίνου, συζητήθηκε αρκούντως ώστε να του ανοίξει ο δρόμος για το National Theatre. Aκολούθησαν τα έργα «Love» και «Faith, Hope and Charity», η υπόθεση των οποίων αφορά τις δραματικές συνέπειες στις ζωές των ευάλωτων κοινωικοοικονομικών στρωμάτων της Βρετανίας από τις πολιτικές λιτότητας στο σύστημα υγείας και πρόνοιας. Στις θεματολογικές συγγένειες οφείλεται η σύνδεση του Ζέλντιν με τους σκηνοθέτες Kεν Λόουτς και Μάικ Λι.
Το θέατρο Οντεόν στο Παρίσι τον προσκάλεσε να σκηνοθετήσει, ο Ζέλντιν μιλάει άπταιστα γαλλικά, οι δρόμοι άνοιξαν και πλέον κάθε καινούργια παράστασή του προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Συμπαραγωγή αρκετών εξ αυτών είναι οι «Εξομολογήσεις», παράσταση που το ερχόμενο φθινόπωρο θα παρουσιαστεί στο Λονδίνο, στη σκηνή Lyttelton του National Theatre.
Ο Ζέλντιν αυτοπροσδιορίζεται ως «αφηγητής ιστοριών, πρωτίστως». Στρέφεται στον κόσμο που τον περιβάλλει, ακούει τις ιστορίες των ανθρώπων και τις μεταφέρει στην σκηνή «χωρίς βερνίκια, χωρίς μεσάζοντες» (όπως λέει), επιδιώκοντας να κινητοποιήσει τους θεατές, να νιώσουν και να σκεφτούν για την ζωή τη δική τους και των άλλων με συν-πάθεια και ενσυναίσθηση.
Για τις «Εξομολογήσεις» στράφηκε στην μητέρα του, της ζήτησε να του μιλήσει για την ζωή της, άκουσε πράγματα που δεν ήξερε και χρησιμοποιώντας το υλικό που συγκέντρωσε, έγραψε ένα έργο που συνδυάζει βιογραφικά γεγονότα και μυθοπλαστικά στοιχεία – ούτως ή άλλως η μνήμη λειτουργεί με όρους μυθοπλασίας.
Ο Ζέλντιν έχει διαβάσει πολύ και λογοτεχνία και ιστορία της τέχνης. Γνωρίζει την μεγάλη παράδοση της προσωπογραφίας στην ζωγραφική και στο μυθιστόρημα. Γι’ αυτό και μόνο τυχαία δεν είναι η αναφορά, κάποια στιγμή της παράστασης, στις «Εξομολογήσεις» (1765-1770) του Ζαν –Ζακ Ρουσώ, στο πρώτο μείζον αυτοβιογραφικό έργο της νεωτερικότητας. Οι δικές του «Εξομολογήσεις» είναι η δραματική προσωπογραφία της μητέρας του: μίας γυναίκας που γεννήθηκε την δεκαετία του ’40 στην μακρινή Αυστραλία, που δεν μπόρεσε να περάσει στο πανεπιστήμιο και βρέθηκε –υποκύπτοντας στις πιέσεις της συντηρητικής μητέρας της- παντρεμένη μ’ έναν άνδρα που δεν αγαπούσε. Αλλά ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, του φεμινισμού και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, χώρισε και κυνήγησε το όνειρό της: σπούδασε ιστορία τέχνης, ειδικεύθηκε στον ζωγράφο Αντουάν Βατώ (1684-1721), γνώρισε τον ανδρικό ανταγωνισμό στο πανεπιστήμιο (μάλιστα έπεσε θύμα βιασμού από καθηγητή) για να μεταναστεύσει τελικά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εκεί γνώρισε τον άνδρα με τον οποίο ήθελε να μοιραστεί τη ζωή της και γέννησε τα παιδιά της.
Δεν ήταν εύκολη η ζωή της ηρωίδας του αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως, τα εμπόδια, οι θυσίες, οι διαψεύσεις, η δουλειά και η οικογένεια, οι δυσκολίες, οι συγκρούσεις, οι επιτυχίες κι οι χαρές, όλα αυτά μαζί είναι που καθιστούν την ζωή των ανθρώπων υπέροχη και τρομερά ενδιαφέρουσα, σαν μυθιστόρημα που περιμένει να γραφτεί.
Είναι ευνόητο ότι στο πλαίσιο μίας παράστασης η διαδρομή 60 χρόνων δεν μπορούσε παρά να βασιστεί στα σημαντικά γεγονότα της ζωής της ηρωίδας του. Οι «Εξομολογήσεις» δομούνται πάνω σε σύντομης διάρκειας σκηνές στην μορφή του stationendrama: ανοιχτή δομή, με τα επί μέρους επεισόδια να εξελίσσονται σε χρονική σειρά και πάντα γύρω από το κεντρικό πρόσωπο. Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει, δεν ηθικολογεί. Παραθέτει τα γεγονότα και αφήνει τους θεατές να συνδεθούν, να συγκρίνουν και να κρίνουν.
Οι ερμηνείες των εξαίρετων ηθοποιοί (Joe Bannister, Amelda Brown, Jerry Killick, Lilit Lesser, Brian Lipson, Eryn Jean Norvill, Pamela Rabe, Gabrielle Scawthorn, Yasser Zadeh) είναι ρεαλιστικές, κινηματογραφικές. Ωστόσο ο Ζέλντιν υπονομεύει τον ρεαλισμό δεόντως, αρνούμενος την «λογική» του τέταρτου τοίχου. Τα φώτα στην πλατεία κατά την διάρκεια της παράστασης χαμηλώνουν αλλά δεν κλείνουν ώστε η σκηνή να λειτουργεί σαν προέκταση της πλατείας και η εναλλαγή των σκηνικών γίνονται κατά κύριο λόγο μπροστά στα μάτια του κοινού. Τα σκηνικά μετακινούνται ενώπιον του κοινού και συχνά παραπέμπουν σε σκηνή θεατρικής αίθουσας. Η τέχνη είναι μετωνυμία της ζωής.
Το πόσο καλά έχει δέσει ο Ζέλντιν ιδέες και υλικά φαίνεται και από την αναφορά του στον Βατώ, στο έργο του οποίου ειδικεύεται η πρωταγωνίστρια. Ο Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του Ροκοκό, αποτύπωσε σε πολλούς πίνακες του σκηνές θεάτρου, θιάσους της Κομέντια ντελ Άρτε, γιορτές έντονης θεατρικότητας σε σαλόνια και εξοχές. Δεν είναι τυχαία ούτε η αναφορά στον πίνακά του με τον λευκοντυμένο, μελαγχολικό Πιερότο («Pierrot», 1719), που αφήνει πίσω του τον θίασο και στέκεται μπροστά, κοιτώντας κατάματα τον θεατή. Πίσω από το κοστούμι και τον ρόλο υπάρχει ένας άνθρωπος που αναρωτιέται, όπως και μεις, αν υπάρχει νόημα στην ύπαρξη – ένας άνθρωπος που δεν ορίζεται ούτε από το κοστούμι ούτε από τον ρόλο, ο οποίος διεκδικεί τον χώρο του, την ζωή του, την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό που του αναλογούν.
Ο Ζέλντιν πετυχαίνει ακριβώς αυτό που εξαρχής ήθελε: να θέσει στο κοινό μια σειρά καίριων ζητημάτων που αφορούν όλους μας: πώς ζει κανείς αξιοπρεπώς, πώς τιμά την ύπαρξη, μέσα από ποιες διαδικασίες αυτοπραγματώνεται, ποιος ο ρόλος της οικογένειας και μέχρι ποιο σημείο επιτρέπεται να επεμβαίνει στην εξέλιξη ενός ανθρώπου;
Κάποιοι θα πουν : «Εντάξει, δεν είναι καινούργια όλα αυτά». Είναι πολύ παλιά, για την ακρίβεια, αλλά αν ρωτήσετε ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές θα σας πουν ότι είναι αυτά τα ίδια τα παλιά ζητήματα που βασανίζουν σταθερά και εξόχως τους ανθρώπους.
Επιπλέον, όπως έδειξε έξοχα ο (συνομήλικος του Ζέλντιν) Λούκας Τβαρκόφσκι στο «Rothko», είναι καιρός να εξετάσουμε εκ νέου έννοιες όπως παλιό/καινούργιο, γνήσιο/αντίγραφο, ξαναϊδωμένο/πρωτότυπο. Ο Ζέλντιν αντιμετωπίζει το θέατρο όπως οι αρχαίοι Έλληνες, ως τέχνη πολιτική, ως συνάντηση ανθρώπων, ως αφορμή για διάλογο, ως πεδίο στο οποίο εξασκούμαστε στο να κατανοούμε και να συμπάσχουμε.
Μία ηλικιωμένη ηθοποιός παρακολουθεί εξαρχής και μέχρι τέλους τη σκηνική δράση. Είναι η ηρωίδα του στην τελική φάση της ζωής της, είναι η ηλικιωμένη πια μητέρα του, η οποία προφανώς δεν έχει να δώσει απαντήσεις στον γιο της ή στους θεατές. Ωστόσο και μόνο η τελευταία φράση της είναι αρκετή για να δικαιώσει την αδιαπραγμάτευτη αφοσίωσή μας στην τέχνη της σκηνής: «Νιώθω ότι η συγχώρεση είναι κοντά», λέει. Και τα φώτα σβήνουν.
Πρώτη δημοσίευση: iefimerida.gr, 28 Ιουνίου 2023