του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.
Ας μη γελιόμαστε, υπάρχει διάχυτη αγωνία στο ελληνικό θέατρο για την ομαλή συνέχεια της περιόδου εν μέσω τόσων κρουσμάτων… Μα προς το παρόν, χρονιάρες μέρες που ’ναι, ας βάλουμε στην άκρη για λίγο την ανησυχία κι ας χαρούμε τη ζωντάνια του. Και πουθενά αλλού δεν υπάρχει τόση ζωντάνια, νεανικότητα και τρέλα, από την απόδοση των «Παικτών» του Γκόγκολ στο θέατρο «Κιβωτός», με τη σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή και μια δεμένη ομάδα ηθοποιών στις επάλξεις της.
Ανοίγει η καρδιά βλέποντάς την… Κι η ευφορία της μάς πηγαίνει πίσω, σε σταθμούς της μεταπολιτευτικής θεατρικής ζωής –από την «Γκόλφω» του Ελεύθερου Θεάτρου, τον «Ερωτόκριτο» του Ευαγγελάτου, τη «Στάμνα» των Βογιατζή και Παπαβασιλείου…– όπου κι εκεί έργο, σκηνοθεσία και υποκριτική έκλιναν το γόνυ στην κυριαρχία του νεανικού πανηγυριού επί σκηνής, του χαρίσματος που σπάει τις ραφές και υπερχειλίζει την πλατεία.
Είναι μια ακόμη συνεχόμενη επιτυχία του σκηνοθέτη, κι αυτή τη φορά οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας πως η δεξιοτεχνία του αποδεικνύεται όχι σε κάποιο νέο έργο αλλά στην περίφημη φάρσα του 1836. Κάτι που από τη μια μεριά θέτει την απόπειρά του στο πεδίο ενός ρεπερτορίου ας πούμε περισσότερο «ανταγωνιστικού», ενώ ταυτόχρονα φανερώνει την ικανότητά του να περνά το έργο πριν το εκθέσει στη σκηνή από σοβαρό εκσυγχρονισμό.
Γιατί επόμενο είναι η τόση επιτυχία του έργου να γεννά μαζί και μια εύλογη παρατήρηση. Πως από την εποχή του Ρομαντισμού και των μεγάλων Ιδεών, δίπλα στους ποιητικούς οραματισμούς και τα μεγαλόπνοα δραματουργήματα, διασώζεται τελικά και δροσίζει την καρδιά μας αυτός ο εκπρόσωπος της ταπεινής φάρσας, με τον προαιώνιο πυρήνα του «απατεώνα που την πάτησε», του ισορροπιστή που «πάτησε την πεπονόφλουδα», του «έξυπνου πουλιού που πιάστηκε από τη μύτη»… Μπορούμε ασφαλώς να σκεφτούμε κι άλλα για τους «Παίκτες» του Γκόγκολ, σοβαρότερα και υψηλότερα, όμως δεν είναι παρά το περιτύλιγμα με το οποίο συνήθως επενδύουμε αυτό που μας αρέσει να μισούμε πάντα: την καυστική οξύτητα της φάρσας.
Αν οι «Παίκτες» ενδιαφέρουν έναν σύγχρονο σκηνοθέτη, δεν είναι από μόνοι τους, αλλά σαν βάση για να χτίσει πάνω τους τη δική του πρόταση. Μην προχωρήσω άλλο, το θέμα φωνάζει από παντού «Μέγερχολντ», κι όσο θέτουμε στην άκρη το ζήτημα της κλίμακας (οι περίφημες δοκιμές του μεγάλου σκηνοθέτη αφορούσαν μια διαφορετική κλίμακα παραγωγής), καλώ τους νέους φοιτητές να αφήσουν για λίγο κατά μέρους τα βιβλία και να επισκεφτούν την «Κιβωτό» για να δουν στην πράξη πώς εφαρμόζεται και τι σημαίνει σήμερα μια «μεγερχολντική» σκηνοθεσία. Κάτι το γκροτέσκο και αναγνωρίσιμα παιγνιώδες αναπτύσσεται εδώ, ένα δημιούργημα καθαρού θεάτρου, με τους ερμηνευτές να συνθέτουν τον ρόλο τους σαν συνεχές γκέστους και να προβάλλουν προς τα έξω την πλαισίωση του προσώπου αντί της ψυχολογίας… στο τέλος, η σκηνή θυμίζει παλιό φλιπεράκι και οι παίκτες εντός αυτής κινούνται σε ένα θέαμα κοφτερής, στραφταλιστής, σατιρικής λάμας.
Στη μετάφραση και διασκευή λοιπόν του έργου βρίσκεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, με τον Βασίλη Μαγουλιώτη να αναλαμβάνει τη δραματουργική προσαρμογή. Από το κείμενο του Γκόγκολ διατηρείται ο κεντρικός μηχανισμός της πλοκής: ένας χαρτοπαίκτης φτάνει σε ξένο τόπο για να βρει κορόιδα πρόθυμα να υποκύψουν στην τέχνη του. Ομως θα καταλήξει να συνεργαστεί με δυο «συναδέλφους», δημιουργώντας μαζί τους μια κοινοπραξία απάτης, με στόχο ακόμα μεγαλύτερα κέρδη και ακόμα μεγαλύτερα όνειρα επιτυχίας. Ποιος όμως θα είναι τελικά ο μοιραίος παίκτης και με τι όρους θα διεξαχθεί το παιχνίδι;
Διστάζει κανείς να γράψει περισσότερα, όχι μόνο για να μη χαλάσει την ανατροπή της φάρσας, αλλά και γιατί δεν έχει πλάκα να γράφεις για ένα παιχνίδι όταν αυτό έχει τελειώσει. Ας πούμε το γκλάμουρ σόου, στο οποίο ο Κουτλής εγκιβωτίζει την παράσταση της «Κιβωτού», στην αρχή και το τέλος της, λειτουργεί, πέραν της όποιας διανοουμενίστικης ρητορικής, σαν κάτι θεατρικότερο: είναι η μίζα που ξεκινάει τον μηχανισμό της σκηνής, που θέτει τον ρυθμό της, που μετατοπίζει κάθε ρεαλιστικό ψυχολογικό στοιχείο από τις ερμηνείες και κουρδίζει το κοινό στην ατμόσφαιρα της ποπ (δεκαετίες πριν θα λέγαμε της «λαϊκής») αισθητικής.
Μόνο μετά, όταν η μέθη έχει περάσει, μπορούμε να σκεφτούμε πως ακριβώς με αυτόν τον τρόπο υπηρετείται η διαλεκτική μεταξύ της πραγματικότητας και του φαίνεσθαι – κυρίαρχη στους «Παίκτες»… Ή πως το εύρημα του διπλού φινάλε της παράστασης από τον σκηνοθέτη, με μια σκοτεινή παύση να μεσολαβεί μεταξύ του ενός τέλους και ενός δεύτερου, μας κάνει να επιλέξουμε έναν κόσμο που διαβάζεται έτσι ή αλλιώς, σαν σάτιρα ηθών (με τον «δικό μας» απατεώνα να τη βολεύει…) ή σαν φάρσα εξαπάτησης (με τον «δικό τους» απατεώνα να την πατάει…) – με τη δεύτερη μάλιστα εκδοχή να διαλύει κάθε ανακουφιστική δικαίωση. Είναι ένας κόσμος όπου ισχύει το «ο κλέψας του κλέψαντος», κόσμος όπου κυρίαρχοι δεν είναι οι παίκτες, αλλά το παιχνίδι.
Εδώ βρίσκεται ίσως η τελική πρόταση της σκηνοθεσίας. Ο κόσμος να χαίρεται με το ίδιο το παιχνίδι, όπως άλλωστε πρώτη χαίρεται μαζί του η ομάδα της «Κιβωτού». Δύσκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει κάποιον ερμηνευτή από την παράσταση, κι αν το έκανε, θα ήταν σαν να βγάζει από τον συμπαγή μηχανισμό ένα γρανάζι για να το μελετήσει ξεχωριστά. Μόνο κατ’ εξαίρεση θα σταθώ στον Γιάννη Νιάρρο, καθώς δίπλα στα πολλά χαρίσματά του ο νέος ηθοποιός μοιάζει να διαθέτει κι ένα ακόμη: της άμεσης επίδρασης στο κοινό («γκελ», όπως το λέγανε κάποτε). Το υπόλοιπο σύνολο των Βασίλη Μαγουλιώτη και Ηλία Μουλά, με τους Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, Γιώργο Τζαβάρα, Γιώργο Μπουκαούρη, και Χρήστο Στέργιογλου δημιουργεί έναν κόσμο όπου το ένα στοιχείο υπεισέρχεται στο άλλο, το μετακινεί από τη θέση του, πολλαπλασιάζει τη δυναμική του.
Τα σκηνικά της Αρτεμης Φλέσσα δημιουργούν τον χώρο του παιχνιδιού και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη το γεμίζουν με την ποπ φαντασμαγορία τους. Η συμμετοχή του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη δίνει το υπόβαθρο της μουσικής παράστασης, δίπλα στους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλουμε στη χορογραφία του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου: άλλωστε σε μια τέτοια σκηνοθεσία η κίνηση των ηθοποιών χορογραφείται και υπάρχει πάντα μια αίσθηση ενορχηστρωμένης ισορροπίας πάνω από το χάος όπου ακροβατεί η φάρσα.
Ολα αυτά τα παραπάνω, ή και τίποτα από όλα, αν θέλετε… Μπορεί κάποιος να προσέλθει στην «Κιβωτό» απλά για να διασκεδάσει με το παιχνίδι. Ή να χαρεί μαζί με τους παίκτες τη συγκίνηση του θεάτρου που παίζει.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα των Συντακτών, 3 Ιανουαρίου 2022