του Διγ.
Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.
Είχε γεμίσει ο τόπος ψαρίλα. Βρώμαγε όλη η πολυκατοικία ανυπόφορα και κανείς δεν έκανε τίποτα. Όλοι λογικά θ’ αναρωτιόντουσαν, ίσως κατά μόνας να γκρινιάζαν, αλλά της δυσοσμίας την αιτία την αγνοούσαμε. Είχα αρχίσει να υποπτεύομαι τη νέα διπλανή γειτόνισσα, αυτή που έπιασε προσφάτως τη γκαρσονιέρα της Βάσως. «Έχει γούστο να ’ναι ψαράς, να πουλά σαρδέλες και μπαρμπούνια στις λαϊκές και στη Βαρβάκειο και να μας μείνει εσαεί η διαπεραστική ψαρίλα της». Το απευχόμουν μεν, αδυνατούσα ωστόσο ν’ αποκλείσω το θλιβερό και δύσοσμο ενδεχόμενο.
Μέχρι που προχθές είδα κάτι μπρατσωμένους εργάτες από κάποιο συνεργείο καθαρισμού να κουβαλούν βαριά, παλιά έπιπλα. Τα βγάζαν από ένα διαμέρισμα του πρώτου, τα αποσυναρμολογούσαν για να μπορέσουν να χωρέσουν στ’ ασανσέρ και τα έπαιρναν σε ένα φορτηγό. Η μυρωδιά δεν ήταν από ψάρια. Μια μοναχική γριά είχε πεθάνει και είχαν σπίτι της τα πάντα αφεθεί να σαπίσουν: τρόφιμα, σκουπίδια, ένα καζανάκι που έμεινε πιθανόν ατράβηχτο, για κείνη οι πληροφορίες διίσταντο. Κάποιοι είπαν πως δεν την βρήκαν μέσα, απεβίωσε προ καιρού και απλώς κανείς δεν καθάρισε το διαμέρισμα. Άλλοι είπαν άλλα.
Σε κάτι παλιούς πολιτισμούς, όταν πέθαινε ένα μέλος της οικογένειας αδειάζαν, λέει, το πιθάρι με το νερό που είχαν στο δωμάτιο κι έβαζαν στη θέση του καινούριο, καθαρό νερό. Τούτο καθώς, κατά τα θρυλούμενα, το παλιό νερό είχε αιματοβαφεί αφού κει μέσα είχε σκουπίσει τη μαχαίρα του ο χάρος. Στους ίδιους αυτούς παλιούς πολιτισμούς ασβεστώνανε συμβολικά κι ένα ντουβάρι του δωματίου για να σβηστούν οι πιτσιλιές του αίματος, να ξορκιστεί το θανατικό, να συνεχιστεί κι η ζωή. Εμείς εδώ, όταν μας σπάσει πια τη μύτη η μυρωδιά, αδειάζουμε τα σπίτια απ’ τα βαριά και τα παλιά τους έπιπλα κι έπειτα, στο όνομα κάθε μοναχικής γριάς που φεύγει, τα κάνουμε airbnb.
Πρώτη δημοσίευση: Σαλιγκάρι, 18 Νοεμβρίου 2021