Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Το λάθος χρώμα

    .

    της Πηνελόπης Γιώσα

    Σώματα πτερόεντα! Αναμφίβολα προκλητικός και αναπόδραστα υπονομευτικός της κοινής αίσθησης και του κοινού νου ο τίτλος του καλαίσθητου βιβλίου και του συνάμα προκλητικού λογοτεχνήματος της Ευθυμίας Γιώσα από τις εκδόσεις Σοκόλη. Καλαίσθητο, διότι, αν και γνωρίζουμε το ρητό de gustibus non disputandum est, είναι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο σε μία εποχή κρίσης, δηλαδή κυριολεκτικά ασχήμιας –ετυμολογικά, η έλλειψη σχήματος και απουσία μορφής– να επισημαίνεται ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα όμορφο βιβλίο, με μορφή ευχάριστη και σε σχήμα απολαυστικό, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο και με μία γραμματοσειρά που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αφήσεις ως αναγνώστης το βλέμμα σου να τη χαϊδέψει. Επίσης, πρόκειται για βιβλίο με μία άψογη επιμέλεια και με τον δαίμονα του τυπογραφείου απόντα. Και αυτό είναι η ύψιστη πρόκληση σε μία εποχή της ταχύτητας και της σπουδής με την έννοια της βιασύνης και όχι με την έννοια της μελέτης.

    Δεκαπεντάυγουστος χωρίς τον Μιχάλη

    Τα χείλη της έτρεμαν καθώς πλησίαζαν το εικόνισμα. Πάλλονταν από μόνα τους, σαν το καλάμι στην μπουκαδούρα του κλαρίνου, έτοιμα ν’ αρχίσουν μοιρολόι. Τα γόνατα δεν την βαστούσαν. Παράπαιαν όπως τα πόδια καρέκλας που έχουν ξεχαρβαλωθεί από την πολυχρησία και το βάρος των κορμιών που ξαποστάσανε πάνω τους. Τα μάτια θωρούσαν την Παναγιά βρεγμένη κι ελαφρώς παραμορφωμένη από τις τσίμπλες που κολλούσαν πάνω στο βλέμμα της μαυροφορεμένης γυναίκας. Ήταν Δεκαπενταύγουστος κι ο ήλιος έξω από την εκκλησία έκαιγε ανελέητα. Ποιος είπε ότι ο πόνος είναι ένα κρύο χέρι που σφίγγει την καρδιά κι ανακατεύει το στομάχι; Ο πόνος δεν ξέρει από εποχές, ούτε από κρύο και ζέστη. Ο πόνος είναι πόνος και θρέφει σπλάχνα χαλκέντερα, καρδιές από πέτρα. 

    «Παναγία μου» ψιθύρισε. «Παναγίτσα μου, πάρε κι εμένα μαζί σου».

    Ύστερα σίγησε και όλα σκοτείνιασαν. Θυμάται μονάχα ένα χέρι που την συγκράτησε απ’ την υπόκωφη πτώση στο μαρμάρινο πάτωμα της απελπισίας. Όταν ξύπνησε, ήταν ήδη στο αρχονταρίκι μαζί με τις καλόγριες και τον παπά της εκκλησίας. 

    «Κόρη μου, μη μαραζώνεις!» της είπε μια νέα κι όμορφη καλόγρια. «Ο γιος σου είναι μαζί με τον Θεό, άγγελος στο τάγμα του». 

    Εκείνη γύρισε ενστικτωδώς αλλού το βλέμμα. Τι ήξερε από πόνο αυτή η νέα γυναίκα; Έγινε ποτέ της μάνα για να βυζάξει, ν’ αγκαλιάσει, να νανουρίσει ένα παιδί; Ήξερε το δικό της παιδί, τον Μιχάλη της, που όταν την πρωτοείπε «μαμά» ήταν σαν να φανερώθηκε μπροστά της ο ίδιος ο Χριστός με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ Του; Ένιωσε ποτέ την δική της ανησυχία μέχρι το παιδί να περπατήσει, μέχρι να μιλήσει, μέχρι να μάθει να τρώει μόνο του; Έκλαψε εκείνη ποτέ από αγωνία για τον πυρετό του, για τον πόνο του πρώτου του εμβολίου, για την πρώτη μέρα του στο σχολείο; 

    Σαν να διάβασε τις σκέψεις της, η καλόγρια της είπε με ταπεινότητα: 

    «Εγώ, κυρά μου, μάνα δεν αξιώθηκα να γίνω. Όμως μανάδες δεν είναι μοναχά όσες γεννήσανε ή αναθρέψανε ένα παιδί. Μανάδες είναι κι όσες πόθησαν με την ψυχή τους να γίνουν μάνες, όσες προσευχήθηκαν για ένα παιδί. Τον πόνο σου κανείς δεν μπορεί να τον νιώσει, γιατί ο πόνος του καθενός είναι δικός του. Όμως, καμιά φορά, μπορεί να γίνει και των άλλων, αν αυτός που θρηνεί το θέλει και το επιτρέψει, κι απλώσει χέρι για να βρει άλλο ανθρώπινο χέρι να πιαστεί».

    Δεν πρόλαβαν ν’ ακουστούν τα λόγια αυτά στο αρχονταρίκι κι έσπευσε να μιλήσει ο παπα-Ηλίας. 

    «Κόρη μου, ο γιος σου είναι γιος ολόκληρης της χώρας. Μαζί σου θρηνούν κι όλοι οι Έλληνες που είδανε το άδικο και το καταδικάσανε και πόνεσαν με τον χαμό του γιου σου. Θάρσει, κόρη!» της είπε. 

    Μόλις τέλειωσε τη φράση του ο παπάς, η μαυροφορεμένη μάνα άρχισε να γελάει βροντερά. Το γέλιο της ήταν απόκοσμο, τρομακτικά αναιδές κι ακατάλληλο για την περίσταση. Προσπάθησαν να την συγκρατήσουν, όμως μάταια. Ο δικός της γιος δεν χάθηκε για να υπερασπιστεί την πατρίδα, ούτε για ένα ιδανικό, μια ιδέα, έναν συλλογικό σκοπό. Χάθηκε γιατί το κασκόλ που φορούσε εκείνο το βράδυ είχε το λάθος χρώμα. Χάθηκε γιατί από παιδί αγαπούσε να βλέπει ποδόσφαιρο κι ήθελε να πηγαίνει στο γήπεδο να βλέπει αγώνες. Αν ο χαμός του ήταν για έναν ιερό σκοπό, χαλάλι το μητρικό γάλα της που πήγε αδικαίωτο στο χώμα. Όμως, ο δικός της γιος έφυγε για έναν ηλίθιο λόγο. Για μια μπάλα, γιατί φόρεσε το λάθος κασκόλ στο λάθος χρώμα. 

     «Μιχάλη μου, παιδάκι μου!», αλύχτησε η μάνα. Την σήκωσαν δύο ζευγάρια χέρια που κρύφτηκαν στις μασχάλες της, ιδρωμένες γούρνες στο άνυδρο τοπίο του κορμιού της. Κι έτσι όπως την έσερναν για να την πάνε στο σπίτι, πρόλαβε να δει τα κιόσκια των μικροπωλητών που στήνονταν για το πανηγύρι. Χαλβάς Φαρσάλων, μαλλί της γριάς και πανηγυρίσια πλαστικά παιχνίδια. Όλες οι μνήμες παραταγμένες και λίγο πιο κει οι θράκες για τα σουβλάκια, τα τραπέζια και οι καρέκλες γύρω από την εξέδρα. Μούδιασε ολόκληρη. Έπειτα, ζήτησε να πλησιάσει τον πάγκο με τα παιχνίδια. Τα κοίταξε όλα με προσοχή και πήρε στα χέρια της ένα κιτρινόμαυρο πλαστικό φορτηγάκι. Ρώτησε πόσο έκανε, το πλήρωσε και είπε μέσα από τα δόντια της: 

    «Δεν σου το πήρα όταν το ζήτησες μικρός εκείνο τον Δεκαπευνταύγουστο! Δεν σου το πήρα! Ήταν πολλά τα δάνεια, βαρειά η δουλειά στην Ελευσίνα. Τώρα, γιαβρί μου, το δικαιούσαι!».

    * Συνοδευτική φωτογραφία: «Ουρανός», έργο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα