Ακουμπάω πάνω σε παλιές εφημερίδες για να γράψω. Τις πήρα μαζί μου προτού φύγω από το δωμάτιο με σκοπό να τις πετάξω, όμως να που φάνηκαν χρήσιμες και πιο χρήσιμη η αμέλειά μου να τις ρίξω στον κάδο που βρίσκεται ακριβώς πάνω στην στροφή με τους κέδρους. Ξεκινώ με την πρώτη λέξη κι αυτό ήταν, μία λέξη με πέντε συλλαβές είναι αρκετή προσώρας.
Σταματάω να ρίξω μια ματιά στο ένθετο των οικονομικών· ενημερώνομαι για τη διακύμανση των δεικτών στο χρηματιστήριο, του δείκτη ανεργίας, ταξιδιωτικής κίνησης, εξαγωγών βουτανίου, αποδοτικότητας, φερεγγυότητας, πιστοληπτικής ικανότητας.
Ψάχνω το ένθετο για τις τέχνες, το ανοίγω και πέφτω πάνω σε εξαντλημένα εισιτήρια, ευπώλητα βιβλία και κουπόνια θεατρικών παραστάσεων. Αρχίζω πάλι να γράφω, στην ουσία ξαναγράφω την πρώτη λέξη και κολλάω δίπλα της, χωρίς να ταιριάζει, μια κτητική αντωνυμία.
Μετανιώνω, αλλά συνεχίζω. Σκέφτομαι πως το προηγούμενο συμπέρασμα συμπυκνώνει τον αυτοματισμό της θλίψης μου. Στερεώνω καλύτερα τις εφημερίδες –και τη σχεδόν λευκή κόλλα– πάνω στα γόνατά μου και γράφω την τρίτη, την τέταρτη, φτάνω έως τη δωδέκατη λέξη κι ύστερα σχηματίζω μια ολοστρόγγυλη τελεία˙ έτσι πρέπει να είναι οι τελείες: σίγουρες, καθαρές, αμετάκλητες.
Εγώ, το παραδέχομαι, χρησιμοποιώ περισσότερο τις άλλες που είναι αχνές κι αβέβαιες, που μοιάζουν μάλλον με αποσιωπητικά, που μετάνιωσαν για την ύπαρξή τους κι εύχονται να βρεθεί μια σβήστρα να τις εξαφανίσει κι ας γνωρίζουν πως, μ’ αυτόν τον τρόπο, διακινδυνεύουν τη φήμη και το καλό τους όνομα. Δεν θέλω ν’ αλλάξω παράγραφο στο συλλογισμό μου, θέλω να γίνει όσο πιο αποπνικτικός μπορεί, σαν το σημερινό μεσημέρι, που ξύπνησα κάθιδρος πάνω στο μουσκεμένο στρώμα απορώντας επί ώρα εάν φαντάστηκα εκείνο το παιδί που πνίγηκε το πρωί μπροστά στα μάτια μου ή εάν όντως έφυγε από την παραλία μ’ ένα λευκό σεντόνι να καλύπτει το σώμα του. Τόσο αναπάντεχα τελειώνουν οι ζωές, με λίγο γαλάζιο στους πνεύμονες κι ενώ φαινομενικά όλα βαίνουν καλώς.
Ο ήλιος έχει ανατείλει στις 5:02 ακριβώς, πίνω τον καφέ στη βεράντα με το πρώτο τσιγάρο, το πρωινό περιλαμβάνει γάλα με βρώμη και μέλι, από το διπλανό σπίτι έρχεται ήδη μυρωδιά φαγητού, το ευγενές έντομο έχει αρχίσει ν’ ακούγεται ανάμεσα στους θάμνους, μισή ώρα πριν εκτεθώ στον ήλιο βάζω αντιηλιακό και διαβάζω ξανά όσα υπογράμμισα χθες στο βιβλίο. Περνώ την στροφή με τους κέδρους και κατηφορίζω σφυρίζοντας, βρίσκω σκιά κάτω από τ’ αρμυρίκια κι όμως, δεν βαίνουν όλα καλώς. Αυτό το γνώριζα από πριν –στην ουσία ποτέ δεν το ξεχνάω, απλώς το απωθώ, γνώστο ρήμα, πλέον, δεν χρειάζεται ειδικός να το εξηγήσει– δεν μου το θύμισε ο πνιγμός εκείνου του παιδιού.
Κι ενώ γνωρίζω ότι δεν βαίνουν όλα καλώς, κάθομαι και σήμερα, στην ίδια στάση όπως και τα υπόλοιπα απογεύματα και προσπαθώ να σου γράψω ένα γράμμα. Κι ας έχει προστεθεί ένα πνιγμένο παιδί στη μνήμη μου. Κι ας μην υπάρχει κανένα ταχυδρομείο να δεχτεί το γράμμα μου, κανένα γραμματόσημο να στερεωθεί πάνω στο φάκελό του, κανένα γραμματοκιβώτιο να μην το φτύσει σαν κόκκο καλαμποκιού που δεν ψήθηκε –και παραμένει σκληρός. Κι ας μην μπορώ να το ολοκληρώσω.
Ίσως να σου το στείλω με τις πρώτες δώδεκα λέξεις, μπορεί αυτές να είναι αρκετές, μπορεί στη δέκατη τρίτη να κάνω το λάθος και να χαθεί τελείως η πιθανότητα να συνεχίσεις να το διαβάζεις, πόσο μάλλον ν’ απαντήσεις. Ναι, αρκεί μία προσφώνηση και μία πρόταση. Εξάλλου, τι άλλο θα μπορούσα να γράψω;
Θα έπρεπε να καταφύγω στη φαντασία μου για τα επιπλέον κι εγώ θέλω να είμαι, επιτέλους και εν τέλει, ρεαλιστής. Κι αν για τον ρεαλισμό το «Αγαπημένη μου, πάει καιρός από τότε που σχεδιάζαμε το πρώτο μας καλοκαίρι» είναι ικανοποιητικό σαν περιεχόμενο γράμματος με παραλήπτη εσένα, τότε, Αγαπημένη μου, δεν έχω παρά να σου το παραδώσω έτσι.
Πρώτη δημοσίευση: Bibliothèque, 1 Απριλίου 2018