Για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Στίγκα «Sonderkommando» (εκδ. Άγρα).
Με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα βιβλίο που καίει; Πώς γίνεται να γράψει ένα σημείωμα με όρους κριτικής της λογοτεχνίας για ένα βιβλίο τόσο πυρακτωμένο, που όταν τελειώνεις την ανάγνωσή του φυσάς τις σκέψεις και τα συναισθήματα μήπως και ξεγελαστεί το έγκαυμα;
Γράφω για το ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Στίγκα με τον τίτλο «Sonderkommando» (εκδ. Άγρα) υπό το καθεστώς αφενός της ποιητικής φωτιάς του και αφετέρου της ανακούφισης ότι γράφεται και στις μέρες μας ποίηση την οποία θα διαβάζουν και θα μνημονεύουν όταν εμείς, που ζούμε τώρα τη στιγμή μας, θα είμαστε πλέον ένα μακρινό παρελθόν. Συνεπώς, το δηλώνω ρητά ευθύς εξαρχής και σας βγάζω από τον κόπο να το συμπεράνετε μόνοι στο τέλος: οι «Sonderkommando» είναι αυτό που ορίζω, σε πρώτο επίπεδο, ως ποίηση και, σε δεύτερο επίπεδο, ως ποιητικό γεγονός – και ως γνωστόν, τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα. Και το λέω αυτό διότι, όσο κι αν (δικαίως;) κατηγορηθώ ότι ρίχνω νερό στον μύλο μιας αδιέξοδης υποκειμενικότητας, πιστεύω (και θα πιστεύω) ότι είναι η φιλολογική κριτική από τη μία –αντικειμενική και στοιχειοθετημένη ως οφείλει– και η χημεία του αναγνώστη με το κείμενο από την άλλη – «συνεπικουρούμενη» και από μία σειρά άλλων «περιορισμών» κατά την επαφή αναγνώστη-συγγραφέα. Με τα λεγόμενα καλά βιβλία, όπως αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, μεγαλώνει το ποσοστό της αντικειμενικότητας και αντιστοίχως περιορίζεται εκείνο της υποκειμενικότητας – ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει.
Η συλλογή αποτελείται από δεκαεννέα ποιήματα – ανά ένα ποίημα ένας Sonderkommando παίρνει το μικρόφωνο και όποιος έχει ευήκοα ώτα ακούει. Τι ακούει; Κατ’ αρχήν, τον θρυμματισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την ανθρώπινη αποκτήνωση, καθότι οι Sonderkommando, για όσους δεν ξέρουν, αποτελούσαν ειδικές «μονάδες εργασίας στα ναζιστικά στρατόπεδα», συγκροτημένες, κατά κύριο λόγο, από εβραϊκής καταγωγής άντρες. Μεταξύ των… υποχρεώσεών τους βρίσκει κανείς «την καύση των νεκρών στα κρεματόρια […], την εξόρυξη των χρυσών δοντιών, τη σύνθλιψη των οστών» και άλλα. Ο Στίγκας έχει μελετήσει την Ιστορία, την έχει χωνέψει και τη μετουσιώνει σε ποίηση παραδίδοντας στίχους που τη συμπυκνώνουν. Λόγου χάρη, στη σ. 33 διαβάζουμε:
«οι αυχενικοί σου σπόνδυλοι
σπάνε ένα κρακ πιο εύκολα
από τους σπόνδυλους του θώρακα»,
ενώ στην 36:
«οπότε φέρε μου να πιω
που ’δα γομφίους τσάμπα να ανατέλλουνε
ξερίζωσα χρυσάφι μπόλικο
ισοβαρές
με τον χρυσό που κούρεψα».
Είναι τόσο πολλά τα γλωσσικά συμβάντα σε αυτό το βιβλίο, που νομίζω ότι δεν μπορώ να τα παραθέσω όλα. Ήδη από ένα μέρος της αφιέρωσης, «σε όλους τους λήγοντες» γίνεται κατανοητή η φιλοσοφική ευρηματικότητα και η ποιητική ευφυΐα του Στίγκα. «Καμιά φορά ξυπνάς // απ’ το πολύ σκοτάδι» (σ. 11) (ταυτόχρονα το εν λόγω συνιστά μια ποιητικά εύρωστη παραδοξότητα), «η ευθύνη αγαπά να εξοστρακίζεται» (σ. 12), «η αποτυχία της γλώσσας // πονά περισσότερο // σε εποχές βαριά μονοσύλλαβες» (και πάλι στη σ. 12), «ωραία που ’ναι να διαλέγεις θάνατο» (σ. 27), «ένα μυρμήγκι // βρυχάται στη λήθη // όσο κι ένα λιοντάρι» (σ. 41) είναι μερικοί μόνο από τους αποφθεγματικούς στίχους οι οποίοι έχουν τη δυναμική να διάγουν βίο ανεξάρτητο και αυθύπαρκτο.
Τα εργαλεία του ποιητή είναι ποικίλα. Για παράδειγμα, συναντούμε αρκετά λεκτικά, υφολογικά και νοηματικά ξαφνιάσματα. Στο ποίημα «Ο λευκός άγγελος», όπου μαθαίνουμε τα στάδια διάνοιξης ενός βατράχου, η (κομψευόμενη) καθαρεύουσα γυρίζει τούμπα, αφού στις τελευταίες επτά στροφές η γλώσσα γίνεται κοφτή και περισσότερο του συρμού· χαρακτηριστική η χρήση της λέξης «μόρτης».
Αυτό συμβαίνει και σε άλλα σημεία, λόγου χάρη στη σ. 36: «Ό,τι συνέχει αυτόν τον κόσμο εδώ // –χρυσάφι, πόνος και τριχιές– // είναι μια νούλα στον επόμενο», ή στην ίδια σελίδα με την (απρόσμενη) αναφορά στο ποντς, στη σ. 39 στον Κωσταντή, τον γνωστό νεκρό αδερφό της δημοτικής παράδοσης, ή στη σ. 40 αφενός με τον χαρακτηρισμό της αιωνιότητας ως κατακαημένης και αφετέρου με τη χρήση του ρήματος «κοτάω». Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση ορισμένων επιφωνημάτων, και μάλιστα τα φωνήεντα σε αυτά είναι μακρόσυρτα, «αααα», «αααχ», «χαχάαα», «εεέειιιιιι», «έεεεεεεεεε», καθιστώντας αδύνατη την προσπέρασή τους, τουναντίον· προσωπικά, μπήκα στον πειρασμό να τα προφέρω δίνοντάς τους τον χώρο και τις συνδηλώσεις που διεκδίκησαν.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι ο χρόνος και η μέτρησή του. Στη σ. 18 ο ποιητής προτείνει το κύμινο ως χρονική μονάδα («άλλοι το λένε μια φορά // άλλοι το λεν τριακόσιες») και στη σ. 22 το τσιγάρο: «Δεν ξέρεις πόσα τσιγάρα σε περιμένω».
Όμως γενικά υπάρχει μια υπαρξιακής υφής ρητορική γύρω από την έννοια του χρόνου, πότε με κριτική διάθεση [π.χ. «σκληρή μπουγάδα ο χρόνος» (σ. 34)], πότε με περιγραφική [π.χ. «ο Χρόνος είναι χειροκίνητος»], πότε με έμμεσο τρόπο (π.χ. η αναφορά στη βελανιδιά του Γκαίτε, που έμεινε άθικτη και μετά το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ, καθότι παρούσα και πριν από αυτό), πότε με μια μανία εκδικητική (π.χ. σ. 32, «το ξέρω θα με χρειαστείς // ίσως σε χίλια χρόνια // όσο βαστά ένα Ράιχ // όσο βαστά το μίσος μου»).
Λίγο φως επιθυμώ να ρίξω και στην έννοια της φύσης και των στοιχείων της στη συγκεκριμένη συλλογή. Έχω την εντύπωση ότι υφίστανται (κυρίως) δύο τάσεις στους «Sonderkomando» ως προς την πρόσληψη της φύσης: η μία μοιάζει να έχει τη μορφή παραπόνου και η άλλη της (ενίοτε μακάβριας) παρηγοριάς. Στην πρώτη περίπτωση, «ο άνεμος είναι ο Μεγάλος Ανεύθυνος», «όλη η φύση είναι ελαφρόμυαλη» και, αλήθεια, πώς γίνεται η θάλασσα να παραμένει «γαλάζια με τόσους πνιγμένους;».
Στη δεύτερη περίπτωση, «δυο σαλαμάνδρες καταπράσινες // θα δικαιώσουν –εν αγνοία μου– το κρανίο μου // αργότερα θα ερωτευτούν// La vita nuova!» (γενικά ολόκληρο το ποίημα της σ. 30). Υπάρχει και μία ακόμη, τρίτη οπτική, αυτή της ειρωνείας απέναντι στα φυσικά φαινόμενα και στους ζώντες οργανισμούς, π.χ. στη σ. 15, «Αλλά // για να δύει ο ήλιος // κάτι θα ξέρει», ωστόσο νομίζω ότι η θεώρηση του ποιητή κλίνει πιο πολύ στην πίκρα. Μέρος της φύσης και ο άνθρωπος βεβαίως, εντούτοις, όντας αντιμέτωπος με τη χυδαία βαρβαρότητα των συνανθρώπων του, σαν να βγαίνει από οτιδήποτε φυσικό και η τραγική του κατάσταση να συνιστά μια άδικη (αφύσικη) παραφωνία.
Φτάνοντας στο τέλος του παρόντος σημειώματος και με την παραδοχή ότι σίγουρα δεν έχω καταφέρει να σχολιάσω αρκετά σημεία, να παρατηρήσω ακόμη δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η τελεία δεν είναι το αγαπημένο σημείο στίξης της παρούσας ποιητικής συλλογής κι ίσως αυτό να υποδηλώνει και μία απνευστί ανάγνωση. Δεύτερον, τις, κατά τη γνώμη μου, μετρημένα προβοκατόρικες αναφορές στην Ανάσταση, στον Παράδεισο και στον Θεό αφενός τις εντάσσω στη διάχυτη υπαρξιακή αγωνία που συνέχει το βιβλίο, αφετέρου, χωρίς να μπορώ ακριβώς να εξηγήσω το γιατί, συνιστούν, για τα δικά μου μέτρα και σταθμά, μια παθιασμένη αναρώτηση (για να δανειστώ λόγια του Νίκου Γ. Ξυδάκη) για τον Κόσμο, ανεξάρτητη, θα τολμούσα να πω, από θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Εάν τη μεταφορά με τη φωτιά στην αρχή του κειμένου δεν τη βρήκατε και τόσο πετυχημένη, τότε δεχτείτε την επόμενη συμβουλή, που την ίδια στιγμή συνιστά και «κριτικό» σχόλιο: για να διαβάσει κανείς τους «Sonderkommando» χρειάζεται ένα καλό αλεξίσφαιρο γιλέκο.
Πρώτη δημοσίευση: Bookpress, 1 Ιουλίου 2024