Ένας αφοπλιστικά ευθύς λογοτεχνικός ήρωας, βρισκόμενος ταυτόχρονα σε μια ανυπόφορη συναισθηματική δίνη και σε μια θαρραλέα διανοητική διαύγεια, ανοίγει μπουκάλια με σναπς, μπίρα και κονιάκ και πίνει στην υγεία των απόψεών του.
Όταν τα μάρκα είναι μετρημένα έως ανύπαρκτα, η αγαπημένη Μαρί έχει φύγει και στη σκηνή οι παντομίμες δεν αποδίδουν, δε μένει παρά να πιουν κι οι κλόουν· παρότι «ένας κλόουν που το ρίχνει στο ποτό παίρνει ευκολότερα την κάτω βόλτα από ό,τι κουτρουβαλάει και γκρεμίζεται ένας πιωμένος τεχνίτης που επισκευάζει τη στέγη». Συναντάμε για πρώτη φορά τον Χανς, τον κλόουν του Χάινριχ Μπελ (Οι απόψεις ενός κλόουν, σε μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη), που γίνεται και δικός μας κλόουν, σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στη Βόννη, όπου φτάνει μετά από μια αποτυχημένη παράσταση στο Μπόχουμ, έχοντας λιγοστά χρήματα κι ένα πρησμένο γόνατο. «Θα ’δινα ευχαρίστως το πουκάμισό μου για ένα σναπς», παραδέχεται προηγουμένως κι η αλήθεια είναι ότι αυτό το ποτό-ομπρέλα –που μπορεί να σημαίνει οποιοδήποτε δυνατό ποτό, για την αμερικανική ποτοβιομηχανία θεωρείται λικέρ, ενώ το σίγουρο είναι ότι βγαίνει σε πολλές διαφορετικές γεύσεις ανάλογα με το προϊόν της απόσταξης (από κυδώνια και μήλα έως ροδοπέταλα και βότανα)– είναι το αλκοολικό σημείο αναφοράς στην αφήγηση –ίσως γι’ αυτό ευθύνεται η γερμανική καταγωγή του ήρωα–, παρά το ότι οι αναφορές σε άλλα ποτά είναι (μάλλον) περισσότερες.
Λόγου χάρη στο κονιάκ. Αφότου ο Χανς έχει γυρίσει στο σπίτι του στη Βόννη, παίρνει το μπουκάλι με το κονιάκ, σερβίρει στον εαυτό του ένα μεγάλο ποτήρι, πίνει «μονορούφι το μισό», χύνει «το υπόλοιπο πάνω στο χτυπημένο γόνατο» και βάζει το μπουκάλι στο ψυγείο, για να το βγάλει λίγο αργότερα και να πιει ακόμη μια γουλιά διευκρινίζοντας: «Δεν είμαι πότης. Το αλκοόλ μού κάνει καλό από τότε που η Μαρί μ’ εγκατέλειψε». Την ίδια μέρα δέχεται την επίσκεψη του πατέρα του και προσπαθεί να είναι ένας καλός οικοδεσπότης. Εκτός από το κονιάκ, του σερβίρει μεταλλικό νερό, λεμονάδα με ανθρακικό και κόκκινο κρασί. Τα αφήνει όλα μπροστά του για να διαλέξει εκείνος, ο οποίος παραμερίζει πρώτο το κονιάκ. «Ήξερα ότι του αρέσει το κονιάκ, οπότε σχολίασα πειραγμένος: “Μα φαίνεται καλή μάρκα”. “Η μάρκα είναι εξαιρετική”, είπε, “αλλά και το καλύτερο παύει να είναι καλό, όταν το έχεις παγώσει”». Η αντίδρασή του σκέτη απόλαυση, σαν ένα στιβαρό μπράντι: «“Χριστέ μου”, είπα, “δεν μπαίνει το κονιάκ στο ψυγείο;”. Με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του, λες κι είχα μόλις συλληφθεί για σοδομισμό». [Αλήθεια, αν και δεν έχω βάλει (μέχρι σήμερα) κονιάκ στο ψυγείο, μόνο κόκκινο κρασί (προφανώς λευκό κρασί, μπίρα, τσίπουρο και ζιβανία, γι’ αυτά δεν αναρωτιέμαι), πρόκειται για τόσο μοιραίο σφάλμα;]
Υπάρχει άλλη μια ενδιαφέρουσα περιγραφή στην οποία εμπλέκεται το κονιάκ. Αυτή τη φορά το σκηνικό είναι ένα μπαρ, όπου έχουν καθίσει με τη Μαρί όταν ήταν ακόμη ζευγάρι. «Ο μπάρμαν κοπάνησε τα ποτήρια με το κονιάκ πάνω στον πάγκο μπροστά μας, έτσι που χύθηκε κάμποσο, και μας αγνόησε επιδεικτικά». Ευτυχώς, στον επόμενο γύρο, «τα γέμισε και μας τα επέστρεψε προσεκτικά, χωρίς να χύσει σταγόνα». Στον τρίτο γύρο, η Μαρί είχε κιόλας αποχωρήσει και οι χαμένες γουλιές είχαν πια ξεχαστεί.
Ανάμεσα σε ένα κοκτέιλ που (φαντάζεται να) έχει βρεθεί (δικαίως και αναπόφευκτα), «στον γιακά κάποιου από όλους εκείνους που έφεραν τον τίτλο του προέδρου», στις συμβουλές του ατζέντη του να σταματήσει «το καταραμένο το ποτό», σε μια τέτοια οικονομική κατάσταση που «δεν μας έπαιρνε ούτε για κρασί ούτε για καλό φαγητό» και στην άποψη ότι οι καθολικοί «δεν μπορούν καν να πιουν ένα καλό κρασί χωρίς να αρχίσουν τους πνευματικούς ακροβατισμούς τους, θεωρούν υποχρέωσή τους να είναι σώνει και καλά “συνειδητοί”, να εσωτερικεύουν το πόσο καλό είναι το κρασί, και γιατί», ξεπροβάλλει ο Γκρινιάρης. Ο γνωστός επιτραπέζιος Γκρινιάρης, τον οποίο ο δικός μας κλόουν συνοδεύει με μια παγωμένη μπίρα. «Ήμουν κουρασμένος, το μόνο που ήθελα ήταν να πιω μια μπίρα, να παίξω λίγο Γκρινιάρη, να κάνω ένα μπάνιο, να διαβάσω τις απογευματινές εφημερίδες και να με πάρει ο ύπνος δίπλα στη Μαρί».
Ο Χανς είναι ένας χείμαρρος, είτε με άδειο είτε με γεμάτο ποτήρι. Στις λίγο παραπάνω από τριακόσιες σελίδες έχει πλήρη επίγνωση ότι το αλκοόλ για εκείνον είναι «ένα πρόσκαιρο θεραπευτικό μέσο», όπως κι οι αναγνώστες συνειδητοποιούμε από νωρίς ότι αυτός ο κλόουν μιλά για τα πάντα με απόλυτα καθαρό νου παρά την ταραχή και την απελπισία που τον έχουν κυκλώσει και τις οποίες δε «σβήνουν» ούτε δέκα μπουκάλια σναπς.
Πρώτη δημοσίευση: BitterBooze, 10 Αυγούστου 2023