Έχω μία θολή ανάμνηση του εαυτού μου έως τα πρώτα πέντε-έξι χρόνια της ζωής μου. Από την εποχή του νηπιαγωγείου, δε, μου έχει μείνει κυρίως ένα πρωινό που δεν ήθελα να φύγω από το σπίτι χωρίς τον γάτο μου τον Ντούσαν. Όπερ και εγένετο. Μάλιστα, ήταν η μέρα που θα βγάζαμε την αναμνηστική μας φωτογραφία κι η φωτογένεια του γάτου είναι αναμενόμενο ότι επισκίασε τους πάντες – εντελώς υποκειμενικά μιλώντας.
Πάντως, αν και δεν το θυμάμαι, τότε νομίζω πως άρχισα να γράφω. Μετά ήρθε η Λένα με τη Νέλη, η Πόπη και το τόπι, το μήλο και το νερό. Κι η πράσινη καρτέλα για την αντιγραφή των λέξεων. Κι αργότερα η Λένα έγινε ποίηση, γιατί η πρώτη συντριβή χρειάζεται μία ξεχαρβαλωμένη κιθάρα, η πρώτη τάση φυγής την πεποίθηση ότι «μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή», ο πρώτος έρωτας «το ανεύρετο φιλί», και θα μπορούσα να συνεχίσω, να βγω κι εκτός συνόρων, να περάσω στη λογοτεχνία, γιατί όχι στη φιλοσοφία, αλλά νομίζω ότι έχετε καταλάβει τι θέλω να πω.
Ενδεχομένως, λοιπόν, η ανάγνωση να είναι μία από τις καλύτερες αφορμές για να συγγράψεις· υπό αυτή την έννοια, συγγραφείς και κριτικοί μοιράζονται κάτι κοινό. Κι όταν μιλώ για κριτικούς δεν εννοώ όλους εκείνους που επιδίδονται σε μία άσκηση αποθέωσης, όπως κυρίως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, η οποία σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να μην έχουν φτάσει όλα αυτά τα βιβλία-διαμάντια μέχρι τα βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας· ίσως μετά τη στάση τους στα κρατικά. Όχι, λοιπόν, δε μιλώ γι’ αυτούς τους κριτικούς, μιλώ για τους άλλους –ελάχιστοι πλέον–, που μελετούν για ώρες, που ξέρουν να μιλάνε σωστά ελληνικά, που έχουν το θάρρος της γνώμης τους, που δεν κρίνουν ένα βιβλίο βάσει φιλίας, ανταπόδοσης, συμπάθειας. Ένα παράδειγμα τέτοιου κριτικού είναι ο Γιώργος Αράγης.
Το δεύτερο βιβλίο μου, με τον τίτλο Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ, θα κυκλοφορήσει το προσεχές φθινόπωρο από τις Εκδόσεις Κέδρος. Αν έπρεπε να διαλέξω μεταξύ πέντε «κριτικών» κειμένων σε γνωστές εφημερίδες και ιστοσελίδες, τα οποία θα μου έπλεκαν το εγκώμιο μόνο και μόνο για να «βγαίνει η υποχρέωση», και σε ένα κείμενο του Αράγη όπου θα με κατακεραύνωνε, προτιμώ ασυζητητί το δεύτερο.
Ο Κοκτώ είχε δίκιο: «Ecrire est un acte d’ amour. S’ il ne l’ est pas, il n’ est qu’ écriture»[1]. Η αγάπη δεν είναι χάδια, είναι μανίκια που σηκώνονται για να μπορέσουν τα χέρια να δουλέψουν. Είναι ειλικρίνεια. Και το πρώτο μου βιβλίο και το δεύτερο, τα έγραψα γιατί δε γινόταν αλλιώς – το μυαλό και το χαρτί επιτάσσουν κι αυτό δεν είναι ένα λεκτικό σκέρτσο, είναι πραγματικότητα. Κατόπιν, ήρθε η επιθυμία να τα βγάλω στη δημόσια σφαίρα, όπως σπρώχνεις έναν έγκλειστο σε σπηλιά να βγει στο φως· στην αρχή, δυσκολεύεται να το συνηθίσει, μέχρι που τα μάτια του ανοίγουνε σιγά σιγά.
Έπειτα, η αγάπη δεν είναι προφυλαγμένη σε κάποιο ασφαλές μέρος, απομονωμένη από τις γρατσουνιές, τις δυσκολίες, την καθημερινότητα· είναι παρούσα παρά τους κινδύνους, την ανασφάλεια, τις γρατσουνιές και τις δυσκολίες. Εκείνο που με φοβίζει, έως και με απωθεί, στον χώρο της λογοτεχνίας –και αναφέρομαι σε όλους τους εμπλεκόμενους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– είναι η αυτοαναφορικότητα, αυτά τα καλοθρεμμένα «εγώ», κι ο προβληματικός μονοχνωτισμός ο οποίος δεν αφορά παρά κάποιους λίγους και τους αυλικούς τους. Μου θυμίζει τον Στόουνερ, σε μία αντίστοιχη αναφορά στους ακαδημαϊκούς: «Η πρόνοια, λοιπόν, ή η κοινωνία ή η μοίρα ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, έφτιαξε για χάρη μας αυτή την τρώγλη, για να χωθούμε μέσα και να γλυτώσουμε από τη θύελλα. Για χάρη μας υπάρχει το πανεπιστήμιο […]· όχι για τους φοιτητές ούτε για την ανιδιοτελή αναζήτηση της γνώσης ούτε για όλους αυτούς τους λόγους που ακούτε».[2] Αλίμονο, δεν εννοώ να γίνουν τα έργα των λογοτεχνών πολιτικές προκηρύξεις, για να προλάβω τυχόν ηλιθίους που θα το σκεφτούν. Εννοώ πως είναι τρομακτικό να υπάρχει η τέχνη από τη μία κι η ζωή από την άλλη.
Σε ένα από τα είκοσι κείμενα ποιητικής πρόζας τα οποία, όπως είπα, αναμένεται να κυκλοφορήσουν, γράφω τα εξής: «Αγνοώ την εποχή, τους όρους και τα κόλπα. Μαζεύω ό,τι περίσσεψε απ’ την καρδιά και περιγράφω μια απρόσμενη θάλασσα. Μόνο εκεί θέλω να υπάρχω· χωρίς νίκες και ισόβιο χρυσό». Γράφω όπως προσπαθώ να ζω. Αν ο συγκεκριμένος τρόπος ταιριάζει και σε άλλους ανθρώπους και εντοπίζουν σ’ αυτόν μία αλήθεια τους, η χαρά μου είναι μεγάλη· αυτή την προβολή του έργου μου ξέρω να κάνω κι αυτή την υποδοχή εύχομαι να λαμβάνω.
Σημειώσεις
- «Το γράψιμο είναι μία πράξη αγάπης. Εάν όχι, δεν είναι παρά μουτζούρες».
- Ο Στόουνερ, σελ. 63, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2017
Πρώτη δημοσίευση: Φρέαρ, τεύχος 1